Παίρνω τον λόγο πρώτος ακριβώς για να παίξω τον διπλό ρόλο του συζητητή σε αυτή την στρογγυλή τράπεζα αλλά και του γενικού εισηγητή της πρώτης ημέρας.
Θα επιχειρήσω να συνθέσω τους προβληματισμούς που ακούστηκαν τις δύο αυτές μέρες σε έξι πυκνές θεματικές ενότητες. Θα προσπαθήσω να αναδείξω τον κοινό παρανομαστή μίας δύσκολης προσέγγισης, γιατί δεν είμαστε εξοικειωμένοι με αυτή την πολυπρισματική θεώρηση των πραγμάτων. Αλλά και γιατί στον δημόσιο λόγο και στην πολιτική σκέψη κυριαρχεί ένας εμπειρισμός που ενθουσιάζεται με την ιδέα πως η πολιτική είναι ένα σύστημα πρακτικών ενεργειών, ενώ δεν αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να υπάρχει καμία πράξη και άρα καμία πρακτική χωρίς να υπάρχει μία θεωρία που καθοδηγεί την πράξη αυτή.
Άλλωστε η πολιτική πριν καταστεί σύστημα διαχείρισης πρακτικών πρωτοβουλιών και αποτελεσμάτων είναι σύστημα διαχείρισης συμβόλων, αναζητά την νομιμοποίηση, και βέβαια είναι ένα σύστημα διαχείρισης ιδεών, γιατί τίποτα δεν είναι τόσο δυναμικό και τόσο ακατάβλητο όσο αυτό που ονομάζεται υλική δύναμη των ιδεών αυτών.
Το διανοητικό κεφάλαιο παράγει υλικά, απτά, εμπράγματα αποτελέσματα και άρα πρέπει να ξεκινήσουμε από την αναζήτηση ενός θεωρητικού προτύπου μίας σύλληψης προκειμένου να ανατρέψουμε καταστάσεις. Για να τις ανατρέψουμε πρέπει να τις κατανοήσουμε και αφού τις κατανοήσουμε πρέπει να μπορέσουμε να παρουσιάσουμε μία άλλη θεώρηση, δηλαδή ουσιαστικά μία άλλη αφήγηση για το πώς αντιλαμβανόμαστε το κράτος.
Οι συζητήσεις μας τις δύο αυτές μέρες ξεκίνησαν από την παραδοχή πως σε καμία περίπτωση το κράτος δεν μπορεί να γίνεται αντιληπτό εργαλειακά.
Το κράτος δεν είναι ο διοικητικός μηχανισμός, δεν είναι το σύνολο των κατασταλτικών μηχανισμών, δεν είναι μία θεσμική περιγραφή που αρχίζει από το Σύνταγμα και καταλήγει στην πιο απλή κανονιστική πράξη, μία υπουργική απόφαση ή μία απόφαση ενός δημοτικού συμβουλίου για κρίσιμα θέματα με οικονομικές και αναπτυξιακές επιπτώσεις.
Το κράτος είναι ένα πολύ πιο πολύπλοκο φαινόμενο. Το κράτος το αντιλαμβανόμαστε ως μία σχέση. Είπα την πρώτη μέρα κάτι αυτονόητο στην σύγχρονη θεωρία του κράτους: το κράτος είναι η συμπύκνωση του συσχετισμού των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Η διατύπωση αυτή συνιστά και μια τιμητική αναφορά στον Νίκο Πουλαντζά. Ίσως ποτέ άλλοτε να μην ήταν τόσο επίκαιρες οι απόψεις αυτές: Μόνον όταν αντιληφθούμε το κράτος ως σχέση, το αντιλαμβανόμαστε και ως πεδίο της πολιτικής.
Βεβαίως ποιο κράτος; Το κράτος που μπορεί να οριστεί με πάμπολλους τρόπους. Και είδαμε αυτές τις δύο ημέρες να χρησιμοποιούμε την έννοια αυτή είτε κατά κυριολεξία, είτε συνεκδοχικά, εννοώντας άλλοτε το κράτος ως διοικητικό μηχανισμό, άλλοτε το κράτος ως πολιτικό σύστημα, άλλοτε το κράτος ως διοικητικό σύστημα, άλλοτε το κράτος ως έννομη τάξη που υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια του δημόσιου χώρου και εισέρχεται έντονα στο χώρο της κοινωνίας των πολιτών και στο χώρο του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου, άλλοτε το κράτος ως μέγεθος δημόσιας δαπάνης, άλλοτε το κράτος ως διαχειριστή κρίσεων. Άλλοτε το κράτος ως μία απειλητική οντότητα από την οποία ταυτόχρονα ο πολίτης προσδοκά πάρα πολλά. Ίσως για αυτό υπάρχει ένας διχασμός της ίδιας της έννοιας του κράτους: Από τη μια μεριά το κράτος είναι ο Λεβιάθαν, είναι το αυταρχικό, γραφειοκρατικό, αναποτελεσματικό αλλά πανταχού παρών, πανοπτικό κράτος που παρεμποδίζει τις εξελίξεις εκεί που δεν πρέπει και απουσιάζει όταν πρέπει. Αλλά από την άλλη μεριά υπάρχει το κράτος που λειτουργεί ως εγγυητής του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ως εγγυητής και οργανωτής των δημοκρατικών θεσμών, ως κοινωνικό κράτος που εγγυάται την αναδιανομή ή εν πάση περιπτώσει τις ρυθμίσεις και τις παροχές που απαλύνουν τις αδικίες και τις ανισότητες.
Αυτός ο διχασμός της έννοιας του κράτους δεν είναι ένας διχασμός ηθικολογικός ή αξιακός, είναι βαθύτατα πολιτικός γιατί η επιλογή ως προς την αντίληψη περί κράτους είναι μία επιλογή ιδεολογική, είναι μία επιλογή πολιτική, είναι αυτό πάνω στο οποίο διεξάγεται η πολιτική αντιπαράθεση σε όλα τα επίπεδα, από το επίπεδο της ανύπαρκτης παγκόσμιας δημοκρατικής διακυβέρνησης, μέχρι το επίπεδο των περιφερειακών οντοτήτων, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση με τα θεσμικά, δημοκρατικά και πολιτικά της ελλείμματα. Και από το επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι το επίπεδο του εθνικού κράτους, της Περιφέρειας, του Δήμου και ούτω καθεξής.
Η πρώτη, λοιπόν, επιμέρους παραδοχή που έγινε τις μέρες αυτές είναι ότι στο κράτος κρίνεται πρωτίστως το αναπτυξιακό πλεονέκτημα μιας χώρας που θέλει να μετέχει στις ευρωπαϊκές δομές, μιας χώρας που παρακολουθεί τις εξελίξεις της διεθνούς οικονομίας, που υφίσταται τις πιέσεις των οικονομικών κύκλων και της οικονομικής συγκυρίας, μιας χώρας που υφίσταται τις πιέσεις του φορολογικού και κοινωνικού ντάμπινγκ που γίνεται και στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο εσωτερικό του δυτικού κόσμου αλλά και παγκόσμια, μιας χώρας που βεβαίως θέλει να διατηρήσει το κεκτημένο του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.
Η ποιότητα του κράτους συνδέεται άμεσα με την ποιότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, με την παραγωγικότητα και της εργασίας αλλά και του κεφαλαίου. Συνδέεται ουσιαστικά με μία οικονομία της γνώσης, με μία οικονομία έντονα ψηφιοποιημένη, με μία οικονομία που παρακολουθεί τις τεχνολογικές εξελίξεις, με μία οικονομία που μπορεί να επενδύσει στην ποιότητα αγαθών και υπηρεσιών.
Και βεβαίως με μία οικονομία που ταυτόχρονα έχει συνείδηση πως η αγορά και η οικονομία παράγουν ανισότητες και πως χρειάζεται ένα ενεργό, ολοκληρωμένο και αναπτυξιακό κοινωνικό κράτος προκειμένου όλα αυτά να ισορροπούν μέσα από την διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης. Κάτι το οποίο είναι πολύ δύσκολο ως εγχείρημα διότι το κεκτημένο του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους δυστυχώς τίθεται εν αμφιβόλω και η υπεράσπισή του δεν είναι «συντηρητισμός» της ευρωπαϊκής Αριστεράς, αλλά είναι μία ολοκληρωμένη πρόταση, εάν αυτό που ονόμασα προηγουμένως «αναπτυξιακό κοινωνικό κράτος» μπορεί να εφαρμοστεί στην πραγματικότητα ως ένα ολοκληρωμένο και ανταγωνιστικό μοντέλο ανάπτυξης.
Αλλά στην περίπτωση αυτή πρέπει να έχουμε συμφωνήσει, όπως είπαμε και χθες, ότι δεν θα αντιλαμβανόμαστε το κοινωνικό κράτος απλώς ως δημόσια δαπάνη, ως απορρόφηση πόρων προκειμένου να επιτευχθεί η μείωση της φτώχειας, η προστασία των μεσαίων εισοδημάτων, η λειτουργία των μεγάλων δημοσίων συστημάτων ( παιδεία, υγεία κ.ο.κ.). Αλλά και ως πεδίο επενδύσεων, παραγωγής, εθνικού πλούτου και παραγωγής απασχόλησης.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που ακούστηκε χθες, ότι η υγεία δεν είναι απλά και μόνο μία δαπάνη του προϋπολογισμού και ένα γήπεδο κραυγαλέας ανισότητας εις βάρος του δημόσιου τομέα, γιατί ο δημόσιος τομέας ασφάλισης χρηματοδοτεί γενναιόδωρα τον ιδιωτικό τομέα υγείας. Είναι ταυτόχρονα και ένας χώρος στον οποίο παράγεται ένα πολύ σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ το οποίο προσεγγίζει το ποσοστό της μεταποίησης στην διάρθρωση του ελληνικού ΑΕΠ. Ένας τομέας στον οποίο έχουμε θέσεις εργασίας και ένας τομέας στον οποίο έχουμε τεράστια επένδυση διανοητικού κεφαλαίου η οποία γίνεται κατά βάση στον δημόσιο χώρο, στις δημόσιες ιατρικές σχολές, στα δημόσια νοσοκομεία αλλά μετακινείται χωρίς καταβολή αντιτίμου στον ιδιωτικό τομέα.
Άρα, έχουμε εδώ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγκρουσης του δημόσιου και του ιδιωτικού με εντυπωσιακά άνισους όρους. Ουσιαστικά έχουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της κρίσης του κοινωνικού κράτους, της δημογραφικής και της δημοσιονομικής, την οποία φυσικά δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις με μέτρα όπως ο πρόσφατος ασφαλιστικός νόμος τον οποίο κατακρίναμε στις έντονες συζητήσεις που έγιναν στην Βουλή.
Ένα άλλο σημείο πολύ σημαντικό, το οποίο ετέθη χθες, ήταν η ανάγκη σε όλη αυτή την αντίληψη περί κράτους και μοντέλου ανάπτυξης να εισαχθεί η παράμετρος της γνώσης, η παράμετρος της ψηφιοποίησης και των τεχνολογιών της επικοινωνίας και της πληροφορικής, αλλά και η διάσταση της οικολογικής νομιμοποίησης. Αυτό υπερβαίνει το λεγόμενο πράσινο μοντέλο ανάπτυξης γιατί αφορά την νομιμοποίηση όλων των δημόσιων πολιτικών. Είναι μία οριζόντια προσέγγιση που αφορά, από αρχής μέχρι τέλους, τις οικονομικές, κοινωνικές και αναπτυξιακές λειτουργίες του κράτους.
Στο πλαίσιο αυτό άρχισε να αναπτύσσεται η συζήτηση για το κράτος ως πολιτικό σύστημα, όπου βεβαίως το κορυφαίο πρόβλημα που αναδεικνύεται είναι το πρόβλημα του κόμματος, η παθογένεια του κομματικού φαινομένου στην Ελλάδα, η οποία είναι πολύ σημαντικότερο πρόβλημα από την παθογένεια του κομματικού συστήματος.
Ενώ στην Ελλάδα διεξάγεται μία πολύ έντονη συζήτηση για την αντοχή, τα όρια και τα προβλήματα του κομματικού συστήματος, στην πραγματικότητα απουσιάζει η συζήτηση για τα προβλήματα και τις προοπτικές αυτού καθ’ εαυτό του κομματικού φαινομένου που βεβαίως βρίσκεται στην μήτρα όλων των προβλημάτων που συνδέονται με την λειτουργία των αμέσων οργάνων του κράτους, δηλαδή με το πολιτειακό πρόβλημα της χώρας.
Πρέπει να παραδεχθούμε για μία ακόμη φορά ότι τα κοινοβουλευτικά συστήματα διακυβέρνησης που ιστορικά αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη, έχουν πολύ μικρότερη δυνατότητα αντίδρασης απέναντι στα σύγχρονα προβλήματα σε σχέση με το προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης που είναι πιο ειλικρινές και πιο διαφανές από την άποψη αυτή.
Αν, λοιπόν, δεν θέσουμε το δάκτυλό μας εις τον τύπον των ήλων του κομματικού φαινομένου, τότε δεν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε ούτε το πρόβλημα της κυβέρνησης, ούτε το πρόβλημα του κοινοβουλίου, ούτε συνολικότερα το πρόβλημα του πολιτικού συστήματος. Αν δεν μιλήσουμε σοβαρά για το «ανοικτό κόμμα», δεν θα επαναπροσδιορίσουμε την σχέση κοινωνίας και κράτους, διότι ο δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και του κράτους είναι το κόμμα, το κόμμα μετασχηματίζει την κοινωνία των πολιτών σε πολιτική κοινωνία. Αν το κόμμα δεν επιτελεί αυτή την λειτουργία, δεν συγκροτείται η πολιτική κοινωνία, άρα δεν συγκροτείται κράτος την πραγματικότητα.
Το γεγονός ότι ιστορικά το κράτος στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα προτάσσεται της κοινωνίας των πολιτών, επενεργεί αρνητικά μέχρι σήμερα γιατί δεν λειτούργησε ιστορικά ο φυσιολογικός μετασχηματισμός μίας κοινωνίας των πολιτών σε πολιτική κοινωνία. Αλλά τώρα πια, αυτό το έχουμε συνειδητοποιήσει και μπορούμε να καταλάβουμε πάρα πολύ καλά ότι τα οικονομικά, αναπτυξιακά και θεσμικά προβλήματα που έχει η χώρα μας στην αρχή του 21ου αιώνα, είναι καταγεγραμμένα ήδη από το 1840, δηλαδή λίγα μόλις χρόνια μετά την δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους.
Αυτό συνδέεται με την λειτουργία της Κυβέρνησης. Το πρωθυπουργικοκεντρικό σύστημα καθιστά την Κυβέρνηση ένα μη δημοκρατικό όργανο, ένα δημοκρατικά νομιμοποιημένο όργανο που δεν λειτουργεί δημοκρατικά, δεν υπήρξε καμία Κυβέρνηση την περίοδο της Μεταπολίτευσης που να λειτούργησε με βάση τη συλλογικότητα και την πλειοψηφική αρχή. Άρα, πρέπει να αντιληφθούμε ότι η αλλαγή στην λειτουργία της Κυβέρνησης προϋποθέτει την αλλαγή στην λειτουργία των κομμάτων. Αφορά στην ανάγκη, τελικά, να δημιουργούμε την κρίσιμη πολιτική και διανοητική μάζα προκειμένου να λαμβάνονται αποφάσεις και πρωτοβουλίες ανατρεπτικού χαρακτήρα που διαθέτουν πολιτική υποστήριξη, συνοδεύονται από ουσιαστικό πολιτικό λόγο.
Ούτε θα πραγματοποιηθεί ποτέ η μετάβαση από ένα κοινοβούλιο, το οποίο είναι γραφειοκρατικό και εν πολλοίς εικονικό, σε ένα κοινοβούλιο πραγματικό forum πολιτικών συζητήσεων, αν δεν απελευθερωθούν οι ίδιες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, οι οποίες εγκλωβίζονται θεσμικά μέσα από την λειτουργία του κομματικού συστήματος και μέσα από την λειτουργία των ίδιων των άμεσων οργάνων του κράτους, δηλαδή μέσα από τον τρόπο λειτουργίας της Κυβέρνησης και μέσα από τον τρόπο λειτουργίας της Βουλής.
Δεν φταίνε όμως μόνον τα κόμματα. Φταίνε και οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις της κοινωνίας η οποία αντιδρά απέναντι στην ιδέα ότι μπορεί να αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας των κομμάτων, της Βουλής και της Κυβέρνησης. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η κοινωνία θέλει πράγματι κόμματα με εσωτερική δημοκρατία, εσωτερικές τάσεις και εσωκομματική αντιπολίτευση. Αν η κοινωνία ανέχεται διαφοροποιήσεις βουλευτών σε σχέση με τη γραμμή της κυβέρνησης ή του κόμματος και μια πραγματική συλλογική λειτουργία της κυβέρνησης αντί του παντοδύναμου πρωθυπουργού.
Άρα, υπάρχει υψηλός βαθμός συνενοχής, όχι της κοινωνίας καθ΄εαυτήν, η οποία αθωώνεται πάντα μέσα από την ακατάβλητη δύναμη της δημοκρατικής αρχής, αλλά των προσλαμβανουσών παραστάσεων που έχει η κοινωνία των πολιτών. Και αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία.
Αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους και με το θεμελιώδες επίπεδο στο οποίο δοκιμάζεται η ποιότητα της δημοκρατίας και η ποιότητα της διοίκησης, που είναι το επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, το επίπεδο του δήμου και το επίπεδο της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης. Και αύριο, μετά από μία οργανωμένη και καλά σχεδιασμένη αλλαγή, το επίπεδο της περιφερειακής αυτοδιοίκησης με ενσωματωμένες τις σημερινές νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις και το επίπεδο ενός ισχυρότερου δήμου μετά από ένα «Καποδίστρια 2».
Αλλά προς τι; Αν δεν αλλάξουμε τις πολιτικές σχέσεις, τις νοοτροπίες, τις πρακτικές, τον βαθμό συμμετοχής των πολιτών, αν η τοπική δημοκρατία δεν λειτουργήσει με άλλους όρους και αν η ποιότητα παροχής υπηρεσιών δεν ενισχυθεί, αντιλαμβάνεστε ότι ουσιαστικά θα έχουμε επανέλθει στο ίδιο πρόβλημα μέσα από άλλους δρόμους.
Άρα, πρέπει να περιγράψουμε τους στόχους με ένα πιο καθαρό και πιο ριζοσπαστικό τρόπο για να χρησιμοποιήσουμε την διοικητική αναδιάρθρωση και την ολοκλήρωση της τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού ως ένα μηχανισμό ριζοσπαστικής αναδιανομής των πολιτικών επιρροών. Να ανοίξουμε τον δρόμο στις δυνάμεις της Περιφέρειας, των τοπικών κοινωνιών, να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο μοιράζουμε χαρτιά. Τα χαρτιά είναι σημαδεμένα σε όλα τα επίπεδα και πρέπει αυτό να αλλάξει.
Ακολουθώντας, λοιπόν, την λογική αυτή, συζητήσαμε σήμερα ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα που συνδέεται άμεσα με το κράτος, τη δικαιοσύνη, που είναι ο πυρήνας της κρατικής εξουσίας. Εκεί όπου νιώθεις την δύναμη επιβολής, νιώθεις την καταστολή στην πιο έντονη μορφή της. Εκεί, δηλαδή, που η απόφαση εκτελείται στο όνομα του ελληνικού λαού, αλλά σε οδηγεί στον περιορισμό της προσωπικής σου ελευθερίας.
Και είναι προφανές ότι υπάρχει μία δέσμη γιγαντιαίων προβλημάτων της δικαιοσύνης. Μία δικαιοσύνη γραφειοκρατική, αδιαφανής, με πρόβλημα εσωτερικής ανεξαρτησίας, μία δικαιοσύνη που ελέγχει την διοίκηση για έλλειψη αιτιολογίας των αποφάσεων και δεν αιτιολογεί η ίδια τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου που αφορούν τη μοίρα των δικαστικών λειτουργών, μία δικαιοσύνη που με την ίδια ευκολία που προάγει κάποιον ή δεν προάγει, έρχεται η ίδια μετά με τον σχηματισμό της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ανατρέπει την απόφαση. Μία δικαιοσύνη η οποία δεν σου προσφέρει στο βαθμό που θα πρέπει τις εγγυήσεις του νόμιμου δικαστή, εφ' όσον δεν ξέρεις ποια θα είναι η σύνθεση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου διεξάγεται η ακροαματική διαδικασία και ποια είναι η σύνθεση του δικαστηρίου που θα εκδώσει την απόφαση. Γιατί με ρύθμιση, που θα συζητηθεί αύριο στην Βουλή, μπορεί να είναι άλλο το δικαστήριο που ανέρχεται στην έδρα και άλλο το δικαστήριο που εκδίδει την απόφαση.
Εδώ χρειάζεται μία τομή που να μας επιτρέπει να μιλήσουμε για μία δικαιοσύνη που δεν λειτουργεί ως φραγμός αναπτυξιακός, δεν λειτουργεί ως μηχανισμός αντι-αναπτυξιακός. Και βέβαια για μία δικαιοσύνη που δεν προκαλεί φόβο, αλλά προκαλεί αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες.Όταν το πρόβλημα της ανασφάλειας δεν μπορείς να το αντιμετωπίσεις ούτε στον χώρο της δικαιοσύνης, όταν η δικαιοσύνη ως θεσμικό σύστημα αντί να παράγει βεβαιότητα και ασφάλεια, παράγει ανασφάλεια και απειλή, αντιλαμβάνεστε ότι υπάρχει ένα μείζον πρόβλημα κράτους δικαίου. Άρα χρειαζόμαστε μία ανακαίνιση των «πυρηνικών» χαρακτηριστικών του κράτους.
Όπως βέβαια και μία ανακαίνιση των βασικών δημοκρατικών χαρακτηριστικών, για αυτό και προσπάθησα να μιλήσω για μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία, δηλαδή για μία δημοκρατία η οποία δίνει ώθηση στην συμμετοχή, επαναπολιτικοποιεί τα θέματα, ανοίγει νέα πεδία προβληματισμού, επιτρέπει στον πολίτη να νιώσει ότι έχει αντικείμενο για να ασχοληθεί με την πολιτική.
Όλα αυτά, βεβαίως, καταλήγουν στο κλασικό πρόβλημα της δημόσιας διοίκησης, που το είδαμε στην τελευταία θεματική ενότητα. Μία δημόσια διοίκηση που λειτουργεί με μία παραδοσιακή κανονιστική αντίληψη, που λειτουργεί με μία «κάθετη» φορντιστική διάρθρωση, δηλαδή με ένα βαρύ μοντέλο το οποίο προ πολλού έχει ξεπεραστεί σε μία σύγχρονη μεταβιομηχανική κοινωνία και οικονομία της γνώσης.
Και εμείς καλούμαστε με αυτή την αντίληψη των Υπουργείων που συγκροτούν «κάθετες», «φεουδαρχικές» δομές, να λύσουμε προβλήματα που απαιτούν ευελιξία, που απαιτούν νέου τύπου έλεγχο των στόχων, που απαιτούν νέες μεθόδους εργασίας, που ουσιαστικά απαιτούν μία άλλη νοοτροπία για το κράτος ως μεγάλο οικονομικό σύστημα, μεγάλη οικονομική και αναπτυξιακή οντότητα πέραν του κοινωνικού ρόλου που επιτελεί το κράτος ως προστάτης του δημοσίου συμφέροντος.
Αν δεν αλλάξουμε αυτή την αντίληψη, αν δεν μεταβούμε, δηλαδή, από αυτή την φορντιστική και «κάθετη» σε μία μετά-φορντιστική, «οριζόντια» και ευέλικτη προσέγγιση, δεν θα μπορέσουμε να λύσουμε κανένα πρόβλημα, δεν θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε πώς εξελίσσονται τα προβλήματα.
Θα συνεχίσουμε την συζήτηση διαδικτυακά. Οι εισηγήσεις και τα πρακτικά θα αναρτηθούν στο διαδίκτυο προκειμένου να τροφοδοτοθεί η συζήτηση αυτή.
Χρειάζεται, λοιπόν, μέσα από την τριβή των ιδεών να παραχθεί ο σπινθήρας μίας αλήθειας με την οποία μπορεί να μην συμφωνούμε όλοι, γιατί έχουμε πολιτικές, ιδεολογικές και άλλες διαφορές, αλλά σίγουρα συμφωνούμε με την διαπίστωση πως το πρόβλημα είναι μεγάλο, είναι επείγον, αλλά είναι και επιλύσιμο.
Μπορεί να διατυπωθούν διαφορετικές πολιτικές προτάσεις αλλά αυτό που πρέπει να αναζητήσουμε είναι η συμφωνία, η μεγάλη κοινωνική συμφωνία γύρω από την προτεραιότητα του προβλήματος αυτού.