23 Ιουλ 2008

"ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟ", 14-15/04/2008

του Ευάγγελου Βενιζέλου

Κυρίες και κύριοι, θέλω να υποδεχθώ στο συνέδριο τον συνάδελφό μου, τον Καθηγητή Προκόπη Παυλόπουλο, τον συνάδελφο Φώτη Κουβέλη και τον συνάδελφο Αχιλλέα Καταρτζή.
Παίρνω τον λόγο πρώτος ακριβώς για να παίξω τον διπλό ρόλο του συζητητή σε αυτή την στρογγυλή τράπεζα αλλά και του γενικού εισηγητή της πρώτης ημέρας.
Θα επιχειρήσω να συνθέσω τους προβληματισμούς που ακούστηκαν τις δύο αυτές μέρες σε έξι πυκνές θεματικές ενότητες. Θα προσπαθήσω να αναδείξω τον κοινό παρανομαστή μίας δύσκολης προσέγγισης, γιατί δεν είμαστε εξοικειωμένοι με αυτή την πολυπρισματική θεώρηση των πραγμάτων. Αλλά και γιατί στον δημόσιο λόγο και στην πολιτική σκέψη κυριαρχεί ένας εμπειρισμός που ενθουσιάζεται με την ιδέα πως η πολιτική είναι ένα σύστημα πρακτικών ενεργειών, ενώ δεν αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να υπάρχει καμία πράξη και άρα καμία πρακτική χωρίς να υπάρχει μία θεωρία που καθοδηγεί την πράξη αυτή.
Άλλωστε η πολιτική πριν καταστεί σύστημα διαχείρισης πρακτικών πρωτοβουλιών και αποτελεσμάτων είναι σύστημα διαχείρισης συμβόλων, αναζητά την νομιμοποίηση, και βέβαια είναι ένα σύστημα διαχείρισης ιδεών, γιατί τίποτα δεν είναι τόσο δυναμικό και τόσο ακατάβλητο όσο αυτό που ονομάζεται υλική δύναμη των ιδεών αυτών.
Το διανοητικό κεφάλαιο παράγει υλικά, απτά, εμπράγματα αποτελέσματα και άρα πρέπει να ξεκινήσουμε από την αναζήτηση ενός θεωρητικού προτύπου μίας σύλληψης προκειμένου να ανατρέψουμε καταστάσεις. Για να τις ανατρέψουμε πρέπει να τις κατανοήσουμε και αφού τις κατανοήσουμε πρέπει να μπορέσουμε να παρουσιάσουμε μία άλλη θεώρηση, δηλαδή ουσιαστικά μία άλλη αφήγηση για το πώς αντιλαμβανόμαστε το κράτος.
Οι συζητήσεις μας τις δύο αυτές μέρες ξεκίνησαν από την παραδοχή πως σε καμία περίπτωση το κράτος δεν μπορεί να γίνεται αντιληπτό εργαλειακά.
Το κράτος δεν είναι ο διοικητικός μηχανισμός, δεν είναι το σύνολο των κατασταλτικών μηχανισμών, δεν είναι μία θεσμική περιγραφή που αρχίζει από το Σύνταγμα και καταλήγει στην πιο απλή κανονιστική πράξη, μία υπουργική απόφαση ή μία απόφαση ενός δημοτικού συμβουλίου για κρίσιμα θέματα με οικονομικές και αναπτυξιακές επιπτώσεις.
Το κράτος είναι ένα πολύ πιο πολύπλοκο φαινόμενο. Το κράτος το αντιλαμβανόμαστε ως μία σχέση. Είπα την πρώτη μέρα κάτι αυτονόητο στην σύγχρονη θεωρία του κράτους: το κράτος είναι η συμπύκνωση του συσχετισμού των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Η διατύπωση αυτή συνιστά και μια τιμητική αναφορά στον Νίκο Πουλαντζά. Ίσως ποτέ άλλοτε να μην ήταν τόσο επίκαιρες οι απόψεις αυτές: Μόνον όταν αντιληφθούμε το κράτος ως σχέση, το αντιλαμβανόμαστε και ως πεδίο της πολιτικής.
Βεβαίως ποιο κράτος; Το κράτος που μπορεί να οριστεί με πάμπολλους τρόπους. Και είδαμε αυτές τις δύο ημέρες να χρησιμοποιούμε την έννοια αυτή είτε κατά κυριολεξία, είτε συνεκδοχικά, εννοώντας άλλοτε το κράτος ως διοικητικό μηχανισμό, άλλοτε το κράτος ως πολιτικό σύστημα, άλλοτε το κράτος ως διοικητικό σύστημα, άλλοτε το κράτος ως έννομη τάξη που υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια του δημόσιου χώρου και εισέρχεται έντονα στο χώρο της κοινωνίας των πολιτών και στο χώρο του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου, άλλοτε το κράτος ως μέγεθος δημόσιας δαπάνης, άλλοτε το κράτος ως διαχειριστή κρίσεων. Άλλοτε το κράτος ως μία απειλητική οντότητα από την οποία ταυτόχρονα ο πολίτης προσδοκά πάρα πολλά. Ίσως για αυτό υπάρχει ένας διχασμός της ίδιας της έννοιας του κράτους: Από τη μια μεριά το κράτος είναι ο Λεβιάθαν, είναι το αυταρχικό, γραφειοκρατικό, αναποτελεσματικό αλλά πανταχού παρών, πανοπτικό κράτος που παρεμποδίζει τις εξελίξεις εκεί που δεν πρέπει και απουσιάζει όταν πρέπει. Αλλά από την άλλη μεριά υπάρχει το κράτος που λειτουργεί ως εγγυητής του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ως εγγυητής και οργανωτής των δημοκρατικών θεσμών, ως κοινωνικό κράτος που εγγυάται την αναδιανομή ή εν πάση περιπτώσει τις ρυθμίσεις και τις παροχές που απαλύνουν τις αδικίες και τις ανισότητες.
Αυτός ο διχασμός της έννοιας του κράτους δεν είναι ένας διχασμός ηθικολογικός ή αξιακός, είναι βαθύτατα πολιτικός γιατί η επιλογή ως προς την αντίληψη περί κράτους είναι μία επιλογή ιδεολογική, είναι μία επιλογή πολιτική, είναι αυτό πάνω στο οποίο διεξάγεται η πολιτική αντιπαράθεση σε όλα τα επίπεδα, από το επίπεδο της ανύπαρκτης παγκόσμιας δημοκρατικής διακυβέρνησης, μέχρι το επίπεδο των περιφερειακών οντοτήτων, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση με τα θεσμικά, δημοκρατικά και πολιτικά της ελλείμματα. Και από το επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι το επίπεδο του εθνικού κράτους, της Περιφέρειας, του Δήμου και ούτω καθεξής.
Η πρώτη, λοιπόν, επιμέρους παραδοχή που έγινε τις μέρες αυτές είναι ότι στο κράτος κρίνεται πρωτίστως το αναπτυξιακό πλεονέκτημα μιας χώρας που θέλει να μετέχει στις ευρωπαϊκές δομές, μιας χώρας που παρακολουθεί τις εξελίξεις της διεθνούς οικονομίας, που υφίσταται τις πιέσεις των οικονομικών κύκλων και της οικονομικής συγκυρίας, μιας χώρας που υφίσταται τις πιέσεις του φορολογικού και κοινωνικού ντάμπινγκ που γίνεται και στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο εσωτερικό του δυτικού κόσμου αλλά και παγκόσμια, μιας χώρας που βεβαίως θέλει να διατηρήσει το κεκτημένο του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.
Η ποιότητα του κράτους συνδέεται άμεσα με την ποιότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, με την παραγωγικότητα και της εργασίας αλλά και του κεφαλαίου. Συνδέεται ουσιαστικά με μία οικονομία της γνώσης, με μία οικονομία έντονα ψηφιοποιημένη, με μία οικονομία που παρακολουθεί τις τεχνολογικές εξελίξεις, με μία οικονομία που μπορεί να επενδύσει στην ποιότητα αγαθών και υπηρεσιών.
Και βεβαίως με μία οικονομία που ταυτόχρονα έχει συνείδηση πως η αγορά και η οικονομία παράγουν ανισότητες και πως χρειάζεται ένα ενεργό, ολοκληρωμένο και αναπτυξιακό κοινωνικό κράτος προκειμένου όλα αυτά να ισορροπούν μέσα από την διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης. Κάτι το οποίο είναι πολύ δύσκολο ως εγχείρημα διότι το κεκτημένο του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους δυστυχώς τίθεται εν αμφιβόλω και η υπεράσπισή του δεν είναι «συντηρητισμός» της ευρωπαϊκής Αριστεράς, αλλά είναι μία ολοκληρωμένη πρόταση, εάν αυτό που ονόμασα προηγουμένως «αναπτυξιακό κοινωνικό κράτος» μπορεί να εφαρμοστεί στην πραγματικότητα ως ένα ολοκληρωμένο και ανταγωνιστικό μοντέλο ανάπτυξης.
Αλλά στην περίπτωση αυτή πρέπει να έχουμε συμφωνήσει, όπως είπαμε και χθες, ότι δεν θα αντιλαμβανόμαστε το κοινωνικό κράτος απλώς ως δημόσια δαπάνη, ως απορρόφηση πόρων προκειμένου να επιτευχθεί η μείωση της φτώχειας, η προστασία των μεσαίων εισοδημάτων, η λειτουργία των μεγάλων δημοσίων συστημάτων ( παιδεία, υγεία κ.ο.κ.). Αλλά και ως πεδίο επενδύσεων, παραγωγής, εθνικού πλούτου και παραγωγής απασχόλησης.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που ακούστηκε χθες, ότι η υγεία δεν είναι απλά και μόνο μία δαπάνη του προϋπολογισμού και ένα γήπεδο κραυγαλέας ανισότητας εις βάρος του δημόσιου τομέα, γιατί ο δημόσιος τομέας ασφάλισης χρηματοδοτεί γενναιόδωρα τον ιδιωτικό τομέα υγείας. Είναι ταυτόχρονα και ένας χώρος στον οποίο παράγεται ένα πολύ σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ το οποίο προσεγγίζει το ποσοστό της μεταποίησης στην διάρθρωση του ελληνικού ΑΕΠ. Ένας τομέας στον οποίο έχουμε θέσεις εργασίας και ένας τομέας στον οποίο έχουμε τεράστια επένδυση διανοητικού κεφαλαίου η οποία γίνεται κατά βάση στον δημόσιο χώρο, στις δημόσιες ιατρικές σχολές, στα δημόσια νοσοκομεία αλλά μετακινείται χωρίς καταβολή αντιτίμου στον ιδιωτικό τομέα.
Άρα, έχουμε εδώ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγκρουσης του δημόσιου και του ιδιωτικού με εντυπωσιακά άνισους όρους. Ουσιαστικά έχουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της κρίσης του κοινωνικού κράτους, της δημογραφικής και της δημοσιονομικής, την οποία φυσικά δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις με μέτρα όπως ο πρόσφατος ασφαλιστικός νόμος τον οποίο κατακρίναμε στις έντονες συζητήσεις που έγιναν στην Βουλή.
Ένα άλλο σημείο πολύ σημαντικό, το οποίο ετέθη χθες, ήταν η ανάγκη σε όλη αυτή την αντίληψη περί κράτους και μοντέλου ανάπτυξης να εισαχθεί η παράμετρος της γνώσης, η παράμετρος της ψηφιοποίησης και των τεχνολογιών της επικοινωνίας και της πληροφορικής, αλλά και η διάσταση της οικολογικής νομιμοποίησης. Αυτό υπερβαίνει το λεγόμενο πράσινο μοντέλο ανάπτυξης γιατί αφορά την νομιμοποίηση όλων των δημόσιων πολιτικών. Είναι μία οριζόντια προσέγγιση που αφορά, από αρχής μέχρι τέλους, τις οικονομικές, κοινωνικές και αναπτυξιακές λειτουργίες του κράτους.
Στο πλαίσιο αυτό άρχισε να αναπτύσσεται η συζήτηση για το κράτος ως πολιτικό σύστημα, όπου βεβαίως το κορυφαίο πρόβλημα που αναδεικνύεται είναι το πρόβλημα του κόμματος, η παθογένεια του κομματικού φαινομένου στην Ελλάδα, η οποία είναι πολύ σημαντικότερο πρόβλημα από την παθογένεια του κομματικού συστήματος.
Ενώ στην Ελλάδα διεξάγεται μία πολύ έντονη συζήτηση για την αντοχή, τα όρια και τα προβλήματα του κομματικού συστήματος, στην πραγματικότητα απουσιάζει η συζήτηση για τα προβλήματα και τις προοπτικές αυτού καθ’ εαυτό του κομματικού φαινομένου που βεβαίως βρίσκεται στην μήτρα όλων των προβλημάτων που συνδέονται με την λειτουργία των αμέσων οργάνων του κράτους, δηλαδή με το πολιτειακό πρόβλημα της χώρας.
Πρέπει να παραδεχθούμε για μία ακόμη φορά ότι τα κοινοβουλευτικά συστήματα διακυβέρνησης που ιστορικά αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη, έχουν πολύ μικρότερη δυνατότητα αντίδρασης απέναντι στα σύγχρονα προβλήματα σε σχέση με το προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης που είναι πιο ειλικρινές και πιο διαφανές από την άποψη αυτή.
Αν, λοιπόν, δεν θέσουμε το δάκτυλό μας εις τον τύπον των ήλων του κομματικού φαινομένου, τότε δεν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε ούτε το πρόβλημα της κυβέρνησης, ούτε το πρόβλημα του κοινοβουλίου, ούτε συνολικότερα το πρόβλημα του πολιτικού συστήματος. Αν δεν μιλήσουμε σοβαρά για το «ανοικτό κόμμα», δεν θα επαναπροσδιορίσουμε την σχέση κοινωνίας και κράτους, διότι ο δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και του κράτους είναι το κόμμα, το κόμμα μετασχηματίζει την κοινωνία των πολιτών σε πολιτική κοινωνία. Αν το κόμμα δεν επιτελεί αυτή την λειτουργία, δεν συγκροτείται η πολιτική κοινωνία, άρα δεν συγκροτείται κράτος την πραγματικότητα.
Το γεγονός ότι ιστορικά το κράτος στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα προτάσσεται της κοινωνίας των πολιτών, επενεργεί αρνητικά μέχρι σήμερα γιατί δεν λειτούργησε ιστορικά ο φυσιολογικός μετασχηματισμός μίας κοινωνίας των πολιτών σε πολιτική κοινωνία. Αλλά τώρα πια, αυτό το έχουμε συνειδητοποιήσει και μπορούμε να καταλάβουμε πάρα πολύ καλά ότι τα οικονομικά, αναπτυξιακά και θεσμικά προβλήματα που έχει η χώρα μας στην αρχή του 21ου αιώνα, είναι καταγεγραμμένα ήδη από το 1840, δηλαδή λίγα μόλις χρόνια μετά την δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους.
Αυτό συνδέεται με την λειτουργία της Κυβέρνησης. Το πρωθυπουργικοκεντρικό σύστημα καθιστά την Κυβέρνηση ένα μη δημοκρατικό όργανο, ένα δημοκρατικά νομιμοποιημένο όργανο που δεν λειτουργεί δημοκρατικά, δεν υπήρξε καμία Κυβέρνηση την περίοδο της Μεταπολίτευσης που να λειτούργησε με βάση τη συλλογικότητα και την πλειοψηφική αρχή. Άρα, πρέπει να αντιληφθούμε ότι η αλλαγή στην λειτουργία της Κυβέρνησης προϋποθέτει την αλλαγή στην λειτουργία των κομμάτων. Αφορά στην ανάγκη, τελικά, να δημιουργούμε την κρίσιμη πολιτική και διανοητική μάζα προκειμένου να λαμβάνονται αποφάσεις και πρωτοβουλίες ανατρεπτικού χαρακτήρα που διαθέτουν πολιτική υποστήριξη, συνοδεύονται από ουσιαστικό πολιτικό λόγο.
Ούτε θα πραγματοποιηθεί ποτέ η μετάβαση από ένα κοινοβούλιο, το οποίο είναι γραφειοκρατικό και εν πολλοίς εικονικό, σε ένα κοινοβούλιο πραγματικό forum πολιτικών συζητήσεων, αν δεν απελευθερωθούν οι ίδιες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, οι οποίες εγκλωβίζονται θεσμικά μέσα από την λειτουργία του κομματικού συστήματος και μέσα από την λειτουργία των ίδιων των άμεσων οργάνων του κράτους, δηλαδή μέσα από τον τρόπο λειτουργίας της Κυβέρνησης και μέσα από τον τρόπο λειτουργίας της Βουλής.
Δεν φταίνε όμως μόνον τα κόμματα. Φταίνε και οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις της κοινωνίας η οποία αντιδρά απέναντι στην ιδέα ότι μπορεί να αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας των κομμάτων, της Βουλής και της Κυβέρνησης. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η κοινωνία θέλει πράγματι κόμματα με εσωτερική δημοκρατία, εσωτερικές τάσεις και εσωκομματική αντιπολίτευση. Αν η κοινωνία ανέχεται διαφοροποιήσεις βουλευτών σε σχέση με τη γραμμή της κυβέρνησης ή του κόμματος και μια πραγματική συλλογική λειτουργία της κυβέρνησης αντί του παντοδύναμου πρωθυπουργού.
Άρα, υπάρχει υψηλός βαθμός συνενοχής, όχι της κοινωνίας καθ΄εαυτήν, η οποία αθωώνεται πάντα μέσα από την ακατάβλητη δύναμη της δημοκρατικής αρχής, αλλά των προσλαμβανουσών παραστάσεων που έχει η κοινωνία των πολιτών. Και αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία.
Αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους και με το θεμελιώδες επίπεδο στο οποίο δοκιμάζεται η ποιότητα της δημοκρατίας και η ποιότητα της διοίκησης, που είναι το επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, το επίπεδο του δήμου και το επίπεδο της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης. Και αύριο, μετά από μία οργανωμένη και καλά σχεδιασμένη αλλαγή, το επίπεδο της περιφερειακής αυτοδιοίκησης με ενσωματωμένες τις σημερινές νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις και το επίπεδο ενός ισχυρότερου δήμου μετά από ένα «Καποδίστρια 2».
Αλλά προς τι; Αν δεν αλλάξουμε τις πολιτικές σχέσεις, τις νοοτροπίες, τις πρακτικές, τον βαθμό συμμετοχής των πολιτών, αν η τοπική δημοκρατία δεν λειτουργήσει με άλλους όρους και αν η ποιότητα παροχής υπηρεσιών δεν ενισχυθεί, αντιλαμβάνεστε ότι ουσιαστικά θα έχουμε επανέλθει στο ίδιο πρόβλημα μέσα από άλλους δρόμους.
Άρα, πρέπει να περιγράψουμε τους στόχους με ένα πιο καθαρό και πιο ριζοσπαστικό τρόπο για να χρησιμοποιήσουμε την διοικητική αναδιάρθρωση και την ολοκλήρωση της τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού ως ένα μηχανισμό ριζοσπαστικής αναδιανομής των πολιτικών επιρροών. Να ανοίξουμε τον δρόμο στις δυνάμεις της Περιφέρειας, των τοπικών κοινωνιών, να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο μοιράζουμε χαρτιά. Τα χαρτιά είναι σημαδεμένα σε όλα τα επίπεδα και πρέπει αυτό να αλλάξει.
Ακολουθώντας, λοιπόν, την λογική αυτή, συζητήσαμε σήμερα ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα που συνδέεται άμεσα με το κράτος, τη δικαιοσύνη, που είναι ο πυρήνας της κρατικής εξουσίας. Εκεί όπου νιώθεις την δύναμη επιβολής, νιώθεις την καταστολή στην πιο έντονη μορφή της. Εκεί, δηλαδή, που η απόφαση εκτελείται στο όνομα του ελληνικού λαού, αλλά σε οδηγεί στον περιορισμό της προσωπικής σου ελευθερίας.
Και είναι προφανές ότι υπάρχει μία δέσμη γιγαντιαίων προβλημάτων της δικαιοσύνης. Μία δικαιοσύνη γραφειοκρατική, αδιαφανής, με πρόβλημα εσωτερικής ανεξαρτησίας, μία δικαιοσύνη που ελέγχει την διοίκηση για έλλειψη αιτιολογίας των αποφάσεων και δεν αιτιολογεί η ίδια τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου που αφορούν τη μοίρα των δικαστικών λειτουργών, μία δικαιοσύνη που με την ίδια ευκολία που προάγει κάποιον ή δεν προάγει, έρχεται η ίδια μετά με τον σχηματισμό της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ανατρέπει την απόφαση. Μία δικαιοσύνη η οποία δεν σου προσφέρει στο βαθμό που θα πρέπει τις εγγυήσεις του νόμιμου δικαστή, εφ' όσον δεν ξέρεις ποια θα είναι η σύνθεση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου διεξάγεται η ακροαματική διαδικασία και ποια είναι η σύνθεση του δικαστηρίου που θα εκδώσει την απόφαση. Γιατί με ρύθμιση, που θα συζητηθεί αύριο στην Βουλή, μπορεί να είναι άλλο το δικαστήριο που ανέρχεται στην έδρα και άλλο το δικαστήριο που εκδίδει την απόφαση.
Εδώ χρειάζεται μία τομή που να μας επιτρέπει να μιλήσουμε για μία δικαιοσύνη που δεν λειτουργεί ως φραγμός αναπτυξιακός, δεν λειτουργεί ως μηχανισμός αντι-αναπτυξιακός. Και βέβαια για μία δικαιοσύνη που δεν προκαλεί φόβο, αλλά προκαλεί αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες.Όταν το πρόβλημα της ανασφάλειας δεν μπορείς να το αντιμετωπίσεις ούτε στον χώρο της δικαιοσύνης, όταν η δικαιοσύνη ως θεσμικό σύστημα αντί να παράγει βεβαιότητα και ασφάλεια, παράγει ανασφάλεια και απειλή, αντιλαμβάνεστε ότι υπάρχει ένα μείζον πρόβλημα κράτους δικαίου. Άρα χρειαζόμαστε μία ανακαίνιση των «πυρηνικών» χαρακτηριστικών του κράτους.
Όπως βέβαια και μία ανακαίνιση των βασικών δημοκρατικών χαρακτηριστικών, για αυτό και προσπάθησα να μιλήσω για μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία, δηλαδή για μία δημοκρατία η οποία δίνει ώθηση στην συμμετοχή, επαναπολιτικοποιεί τα θέματα, ανοίγει νέα πεδία προβληματισμού, επιτρέπει στον πολίτη να νιώσει ότι έχει αντικείμενο για να ασχοληθεί με την πολιτική.
Όλα αυτά, βεβαίως, καταλήγουν στο κλασικό πρόβλημα της δημόσιας διοίκησης, που το είδαμε στην τελευταία θεματική ενότητα. Μία δημόσια διοίκηση που λειτουργεί με μία παραδοσιακή κανονιστική αντίληψη, που λειτουργεί με μία «κάθετη» φορντιστική διάρθρωση, δηλαδή με ένα βαρύ μοντέλο το οποίο προ πολλού έχει ξεπεραστεί σε μία σύγχρονη μεταβιομηχανική κοινωνία και οικονομία της γνώσης.
Και εμείς καλούμαστε με αυτή την αντίληψη των Υπουργείων που συγκροτούν «κάθετες», «φεουδαρχικές» δομές, να λύσουμε προβλήματα που απαιτούν ευελιξία, που απαιτούν νέου τύπου έλεγχο των στόχων, που απαιτούν νέες μεθόδους εργασίας, που ουσιαστικά απαιτούν μία άλλη νοοτροπία για το κράτος ως μεγάλο οικονομικό σύστημα, μεγάλη οικονομική και αναπτυξιακή οντότητα πέραν του κοινωνικού ρόλου που επιτελεί το κράτος ως προστάτης του δημοσίου συμφέροντος.
Αν δεν αλλάξουμε αυτή την αντίληψη, αν δεν μεταβούμε, δηλαδή, από αυτή την φορντιστική και «κάθετη» σε μία μετά-φορντιστική, «οριζόντια» και ευέλικτη προσέγγιση, δεν θα μπορέσουμε να λύσουμε κανένα πρόβλημα, δεν θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε πώς εξελίσσονται τα προβλήματα.

***
Αυτά όλα θέτουν, κατά την γνώμη μου, το μείζον πολιτικό πρόβλημα της χώρας που είναι ταυτόχρονα πολιτικό, αναπτυξιακό και θεσμικό.
Άρα, χρειάζεται πολιτική βούληση, αλλά χρειάζεται και σχέδιο, χρειάζεται να έχουμε συζητήσει τα θέματα αυτά και να τα έχουμε πει με ένα μη συμβατικό τρόπο.
Θα συνεχίσουμε την συζήτηση διαδικτυακά. Οι εισηγήσεις και τα πρακτικά θα αναρτηθούν στο διαδίκτυο προκειμένου να τροφοδοτοθεί η συζήτηση αυτή.
Χρειάζεται, λοιπόν, μέσα από την τριβή των ιδεών να παραχθεί ο σπινθήρας μίας αλήθειας με την οποία μπορεί να μην συμφωνούμε όλοι, γιατί έχουμε πολιτικές, ιδεολογικές και άλλες διαφορές, αλλά σίγουρα συμφωνούμε με την διαπίστωση πως το πρόβλημα είναι μεγάλο, είναι επείγον, αλλά είναι και επιλύσιμο.
Μπορεί να διατυπωθούν διαφορετικές πολιτικές προτάσεις αλλά αυτό που πρέπει να αναζητήσουμε είναι η συμφωνία, η μεγάλη κοινωνική συμφωνία γύρω από την προτεραιότητα του προβλήματος αυτού.
του Ευάγγελου Βενιζέλου,

ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΑ ΟΜΙΛΙΑ

Κυρίες και κύριοι, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, θέλω να συγχαρώ το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου για την ιδέα που είχε να οργανώσει αυτό το συνέδριο θέτοντας το δάχτυλο εις τον τύπο των ήλων γιατί το κράτος βρίσκεται πράγματι στο επίκεντρο των δημοσίων συζητήσεων, είναι το πεδίο της πολιτικής, άρα είμαστε υποχρεωμένοι να ασχοληθούμε όσο μπορούμε πιο συστηματικά και υπεύθυνα με το κορυφαίο αυτό ζήτημα, το ζήτημα των ζητημάτων.
Θέλω επίσης να ευχαριστήσω το Κέντρο και προσωπικά τον Δημήτρη Τσάτσο και τον Ξενοφώντα Κοντιάδη γιατί μου εμπιστεύτηκαν αυτή την γενική εισήγηση, ως προοίμιο στις έξι θεματικές ενότητες που θα ακολουθήσουν σήμερα και αύριο.

***

Ι.1. Ένας συνάδελφος μου έλεγε σκωπτικά ότι ο τίτλος του συνεδρίου «Ένα άλλο κράτος είναι εφικτό» του θυμίζει ένα ρομαντικό σύνθημα περασμένων δεκαετιών που έλεγε «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός».
Ίσως το ζητούμενο του συνεδρίου να είναι μία περίεργη μορφή ουτοπίας, ένα είδος «κρατικιστικής» ουτοπίας. Άρα, είμαστε υποχρεωμένοι να μιλήσουμε όσο γίνεται πιο ελεύθερα, πιο ανοικτά, πιο ριζοσπαστικά, αν θέλουμε να κατανοήσουμε το πρόβλημα. Και αφ’ ης στιγμής κατανοήσουμε το πρόβλημα είναι βέβαιο ότι θα έχουμε διαμορφώσει και τις προϋποθέσεις επίλυσής του, μια που όλα τα προβλήματα που τίθενται, τουλάχιστον διανοητικά και πολιτικά, μπορούν κάποια στιγμή να βρουν και την πρακτική, την πολιτική τους λύση.

2. Η διεθνής οικονομική κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και πολλούς μήνες και εντείνεται, αναδεικνύει κατά ένα περίεργο τρόπο και πάλι τον ρόλο του κράτους. Επιβάλλει νέες μορφές κρατικού παρεμβατισμού και προστατευτισμού στις μεγάλες χώρες του καπιταλισμού. Στις ΗΠΑ και στην Μ. Βρετανία το κράτος καλείται με διάφορους τρόπους να παρέμβει προκειμένου να διασώσει χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και μάλιστα επενδυτικές τράπεζες και όχι τράπεζες αποταμιευτικού χαρακτήρα, άρα το ζήτημα δεν είναι η εγγύηση των καταθέσεων και η διαφύλαξη της δημόσιας πίστης αλλά η λειτουργία της χρηματοοικονομικής σφαίρας γενικότερα.

3. Ταυτόχρονα στην χώρα μας ζήσαμε, ζούμε μία πολύ μεγάλη πολιτική και κοινωνική ένταση με αφορμή το νέο ασφαλιστικό νόμο που βασίζεται στην παραδοχή πως το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, διέρχεται μία βαθιά, σχεδόν αθεράπευτη, δημογραφική και δημοσιονομική κρίση που δήθεν, σπεύδω να πω, επιβάλλει περιορισμούς των κοινωνικών δικαιωμάτων.

4. Όλα αυτά έχουν ένα κοινό υπόστρωμα. Το κράτος έχει καταστεί τις τελευταίες δεκαετίες, και σίγουρα τις δύο τελευταίες δεκαετίες, μία εξαιρετικά αντιπαθητική έννοια. Μία έννοια που ταυτίζεται με τον αυταρχισμό, τα πελατειακά δίκτυα, την αδιαφάνεια, την αναποτελεσματικότητα, τη μειωμένη παραγωγικότητα, την κατασπατάληση εθνικών πόρων. Ουσιαστικά με μία συντηρητική προσέγγιση των ζητημάτων. Το κράτος είναι μία έννοια κατασυκοφαντημένη από δύο διαφορετικές αλλά τελικά συγκλίνουσες οπτικές γωνίες.
Η πρώτη οπτική γωνία, προφανής, και δυστυχώς αυταπόδεικτη, ήταν η παταγώδης ιστορική αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η άλλη οπτική γωνία είναι η γνωστή ρητορεία, με στερεότυπα που έχουν επιβληθεί διεθνώς στον δημόσιο λόγο, της νεοφιλελεύθερης, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, αντίληψης για το κράτος, για την σχέση κράτους, οικονομίας και κοινωνίας. Κατά ένα περίεργο τρόπο το κράτος ταυτίζεται με το εξουσιαστικό φαινόμενο, με την καταστολή. Ενώ η κοινωνία, η κοινωνία των πολιτών, η οικονομία, η αγορά με ένα χώρο ελευθερίας, δημιουργίας, ανταγωνιστικότητας, παραγωγικότητας και άρα ευμάρειας.

5. Λίγοι είναι αυτοί που θυμούνται ότι η έννοια του δημόσιου αγαθού, η έννοια του δημόσιου συμφέροντος, η ίδια η έννοια της πολιτικής συνδέεται ιστορικά με το κράτος. Και σίγουρα από τον 18ο αιώνα και μετά, ή για να είμαι ακόμα ακριβέστερος, με το ίδιο το φαινόμενο της νεωτερικότητας που ταυτίζεται με το συνταγματικό κράτος, με την λεγόμενη συνταγματική/ αντιπροσωπευτική δημοκρατία που ταυτίζεται με τη σειρά της με τον πολιτικό πολιτισμό ο οποίος βρίσκεται στον πυρήνα του ευρωπαϊκού κεκτημένου.

6. Έχει, λοιπόν, πάρα πολύ μεγάλη σημασία να δούμε αν αυτά τα στερεότυπα εξακολουθούν να ισχύουν ή αν μπορούμε να προσεγγίσουμε διαφορετικά το ζήτημα ανατρέποντας αυτό που έχει επιβληθεί ως φαινόμενο διεθνώς που είναι ένα εκρηκτικό τρίπτυχο, το οποίο περιλαμβάνει την ιδιωτικοποίηση, την διεθνοποίηση και την αποπολιτικοποίηση του κράτους.

7. Βεβαίως το εθνικό κράτος εξακολουθεί να ανθίσταται, ακόμα και στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως φάνηκε από την τύχη της Συνθήκης για την θέσπιση Ευρωπαϊκού Συντάγματος και την νέα περιπέτεια τώρα της μεταρρυθμιστικής Συνθήκης της Λισσαβόνας. Νέα εθνικά κράτη κάνουν την εμφάνισή τους συνεχώς, ιδίως μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας. Είναι άλλωστε πολύ νωπή η μονομερής διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου. Επίσης το κρατικό φαινόμενο προκαλεί το ενδιαφέρον πολύ μεγάλων περιφερειακών ενοτήτων όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση που θέλουν να μοιάσουν με αυτό.

8. Άρα, έχει πολύ μεγάλη σημασία να δούμε αν μπορούμε να ξαναμιλήσουμε για το κράτος ως έννοια. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να δούμε αν μπορούμε να υπερβούμε το αυτονόητο της τάσης για ιδιωτικοποίηση όχι απλώς των δημόσιων επιχειρήσεων αλλά του φαινομένου του κράτους συνολικά. Και κυρίως να δούμε αν μπορεί να προταθεί μία άλλη αντίληψη για το κράτος. Γιατί εδώ συμβαίνει το εξής περίεργο. Οι πολίτες, στη μεγάλη τους πλειονότητα, φαίνεται να φοβούνται το κρατικό φαινόμενο, να δυσπιστούν, να το απορρίπτουν, να το θεωρούν ταυτόσημο με αρνητικές έννοιες. Αλλά από την άλλη μεριά οι πολίτες φαίνεται να περιμένουν τα πάντα από ένα άλλο κράτος, από ένα κράτος αντιγραφειοκρατικό, αποκεντρωμένο, λειτουργικό, ένα κράτος που σέβεται τον πολίτη, ένα κράτος που μπορεί να διατυπώσει και να εφαρμόσει δημόσιες πολιτικές.

9. Νομίζω ότι ανεξάρτητα από το ποια επιλογή κάνει ο καθένας, όλοι πια ή σχεδόν όλοι συμφωνούν πως τα πάντα, λίγο ή πολύ, σχετίζονται με το κράτος: Το μοντέλο ανάπτυξης, η στήριξη των εισοδημάτων και ιδίως των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, η επένδυση στην παιδεία και την γνώση, η διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, η προστασία του καταναλωτή, η αντιμετώπιση φαινομένων αισχροκέρδειας, το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη, η διαχείριση κρίσεων κάθε είδους από κρίσεις χρηματοοικονομικές μέχρι κρίσεις που αφορούν την εθνική ασφάλεια και τις φυσικές καταστροφές, η διασφάλιση της διαφάνειας, ο σεβασμός του περιβάλλοντος, η υπεράσπιση των ατομικών και ομαδικών δικαιωμάτων.
Δεν μπορούμε να μιλάμε σοβαρά για τις εγγυήσεις ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου, δεν μπορούμε να μιλάμε σοβαρά για τις εγγυήσεις ενός κοινωνικού κράτους που λειτουργεί ρυθμιστικά, εγγυητικά, παροχικά και αναδιανεμητικά, εάν δεν παραδεχθούμε ότι όλα αυτά πάντως προϋποθέτουν το κράτος.

10. Πιστεύω ότι θύμα αυτής της ηγεμονίας των αντικρατικιστικών αντιλήψεων έχει πέσει και η ίδια η με την ευρεία έννοια Αριστερά. Και σίγουρα αυτό ισχύει για την Ευρωπαϊκή Σοσιαλιστική Αριστερά, για την Ευρωπαϊκή Κυβερνητική Αριστερά, για τα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά, σοσιαλδημοκρατικά και εργατικά κόμματα.
Συνολικά η Αριστερά έπασχε πάντα από την έλλειψη μίας συγκροτημένης θεωρητικής αντίληψης για το κράτος. Είχε μία εργαλειακή αντίληψη που σε πολύ μεγάλο βαθμό, ως προς το αποτέλεσμά της, ταυτιζόταν με μία παραδοσιακή συντηρητική προσέγγιση του κρατικού φαινομένου. Έπρεπε να πασχίσουν πολλοί και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου η προοδευτική σκέψη να απεγκλωβιστεί από αυτή την εργαλειακή προσέγγιση του κράτους και να αντιληφθεί ότι το κράτος δεν είναι ένα εργαλείο, δεν είναι ένας μηχανισμός, αλλά είναι ο θεσμός των θεσμών, η σχέση των σχέσεων, είναι η συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων. Είναι το πεδίο στο οποίο μάλιστα διαμορφώνεται ο πιο ευνοϊκός από τους συσχετισμούς, ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων που λόγω της εκλογικής ισότητας των πολιτών, λόγω της ίδιας της αρχής της δημοκρατίας, λόγω της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών μπορεί να εξελιχθεί ευνοϊκότερα από ό,τι εξελίσσονται οι συσχετισμοί και στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών και στο επίπεδο της οικονομίας.
Έχει, λοιπόν, πάρα πολύ μεγάλη σημασία η προοδευτική σκέψη να απαλλαγεί από ορισμένα συμπλέγματα ενοχής και κατωτερότητας σε σχέση με την έννοια του κράτους ώστε να μπορέσει να μιλήσει ξανά για μία πολιτική στρατηγική που συνδέεται με το κράτος.

11. Η άποψή μου είναι ότι όταν θέτουμε ως στόχο ένα άλλο κράτος, ένα ιδεώδες κράτος, ένα σύγχρονο κράτος δικαίου και διαφάνειας, ένα σύγχρονο αναπτυξιακό κοινωνικό κράτος, ένα κράτος - εγγυητή της ασφάλειας των πολιτών που μπορεί να στηρίξει συγκροτημένες αναπτυξιακές πολιτικές, ένα κράτος που προωθεί την πλήρη απασχόληση, ένα κράτος που λειτουργεί πραγματικά ως μηχανισμός αναδιανομής υπέρ των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, ένα κράτος οικολογικά ευαίσθητο, ένα κράτος αντιγραφειοκρατικό, αποκεντρωμένο, λειτουργικό, ουσιαστικά προτείνουμε μία ολοκληρωμένη πολιτική στρατηγική που αφορά όχι μόνον το πεδίο του κράτους, αλλά και της οικονομίας και της κοινωνίας. Στην εποχή μας το βασικό συγκριτικό πλεονέκτημα κάθε εθνικής οικονομίας, ιδίως σε περιοχές όπως η Ευρώπη, είναι η ποιότητα του κράτους:


ΙΙ. 1. Θα έλεγα, προκαταλαμβάνοντας κάπως την συζήτηση του πρώτου θέματος, ότι η πρόταση για την ανασυγκρότηση του κράτους με το περιεχόμενο που λίγο πολύ προσδιορίζουμε είναι αυτή καθ’ αυτή ένα ολοκληρωμένο μοντέλο ανάπτυξης που διαπερνά οριζόντια όλες τις δημόσιες πολιτικές, την εκπαιδευτική, την ερευνητική, την περιβαλλοντική, την αγροτική, την τουριστική και ούτω καθεξής. Θέτει από μόνη της πολύ καθαρούς αναπτυξιακούς και κοινωνικούς στόχους.
Άλλωστε, όταν μιλάμε για μοντέλο ανάπτυξης, ουσιαστικά μιλούμε για μία δέσμη δημόσιων πολιτικών. Η αγορά, η οικονομία από μόνη της δεν μπορεί να συλλάβει και να θέσει σε εφαρμογή ένα μοντέλο ανάπτυξης. Μπορεί να λαμβάνει υπόψη της μακροοικονομικά και δημοσιονομικά δεδομένα, μπορεί να αναλύει το διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον, μπορεί να γίνονται πολύ σοβαρές επιχειρηματικές επιλογές με μικροοικονομικά κριτήρια ή με επιχειρηματική και εμπορική και επενδυτική διαίσθηση, μπορεί να αναλύεται η εξέλιξη των χρηματιστηρίων και γενικά των αγορών χρήματος και κεφαλαίου, μπορεί κάθε επιχειρηματίας να βλέπει το δικό του επιχειρηματικό στόχο, αλλά είναι πάρα πολύ δύσκολο να συγκροτούνται εθνικά, περιφερειακά και τοπικά μοντέλα ανάπτυξης γιατί αυτά προϋποθέτουν πως υπάρχει μία οντότητα που έχει και την κανονιστική, την νομική και θεσμική δηλαδή, δυνατότητα αλλά και τον οικονομικό όγκο που απαιτείται προκειμένου να εφαρμοστούν αυτές οι δημόσιες πολιτικές. Προκειμένου να υποστηριχθούν στόχοι οι οποίοι τίθενται μέσα από την εφαρμογή των δημοκρατικών διαδικασιών, μέσα δηλαδή από την λειτουργία των θεσμών μίας σύγχρονης, αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό να μιλήσουμε ξανά για την έννοια του μοντέλου ανάπτυξης. Μπορεί πράγματι μία οντότητα περιφερειακή, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, να έχει μοντέλο ανάπτυξης πανευρωπαϊκών διαστάσεων; Μπορεί μία εθνική οικονομία με τα μεσαία μεγέθη της ελληνικής οικονομίας (που δεν είναι τόσο μικρά γιατί από πλευράς όγκου η ελληνική οικονομία κατέχει την 30η θέση διεθνώς) να έχει εθνικό μοντέλο ανάπτυξης πάνω στο οποίο μπορούν να συγκροτηθούν βεβαίως και τα περιφερειακά και τα τοπικά μοντέλα ανάπτυξης με στόχο την άρση των κραυγαλέων περιφερειακών ανισοτήτων, των κραυγαλέων ανισοτήτων ανάμεσα στο κέντρο και την ελληνική περιφέρεια που αποτυπώνεται και στατιστικά στην διαφορά μεγεθών ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, παρότι αυτός δεν είναι ο ασφαλέστερος ή ο χαρακτηριστικότερος δείκτης;
Μία, νομίζω, παρατήρηση επιτρέπει να κατανοήσουμε το μέγεθος της σημασίας που έχει το κράτος ως σχεδιαστής και εφαρμοστής ενός μοντέλου ανάπτυξης: Για οικονομίες που επιδιώκουν οριακές βελτιώσεις, όπως είναι οι αναπτυγμένες δυτικές οικονομίες, οι ευρωπαϊκές οικονομίες, το πιο σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα είναι - όπως είπαμε - η ποιότητα του κράτους, η ποιότητα της δημόσιας διοίκησης. Ο τρόπος με τον οποίο το κράτος αντιμετωπίζει την λειτουργία της αγοράς, την υποδοχή των επενδύσεων, ο τρόπος με τον οποίο το κράτος αντιλαμβάνεται τις προτεραιότητές του, την οικολογική ευαισθησία, την αειφορία, την επένδυση στην γνώση, την συγκρότηση των μεγάλων δημοσίων συστημάτων, όπως είναι το σύστημα της δημόσιας εκπαίδευσης ή της παροχής υπηρεσιών υγείας. Αυτό είναι το σημείο στο οποίο τελικά διακυβεύεται και κρίνεται η ανταγωνιστικότητα μίας εθνικής οικονομίας.
Άρα, το μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα ή μειονέκτημα, είναι η ποιότητα του κράτους, είναι η ποιότητα της θεσμικής συγκρότησης, είναι η παραγωγικότητα του κράτους. Είναι, σε τελική ανάλυση, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η πολιτική κοινωνία η οποία, όπως και αν το κάνουμε, ήταν και είναι και θα είναι πάντα το ανώτερο στάδιο σε σχέση με την κοινωνία των πολιτών η οποία συμπεριλαμβάνει στους κόλπους της και την αγορά.

2. Στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με βάση τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, πρέπει να δούμε πώς αυτό το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο μπορεί να λειτουργήσει σήμερα ως ολοκληρωμένο μοντέλο ανάπτυξης όχι μόνον οικονομικής και κοινωνικής, αλλά και θεσμικής και πολιτιστικής αισθητικής.
Θέλω εδώ να διευκρινίσω ότι αυτό αφορά κάθε πιθανή εκδοχή κοινωνικού κράτους στην Ευρώπη. Αυτό μπορεί να ισχύει εξίσου καλά για το βρετανικό μοντέλο, για το σκανδιναβικό μοντέλο, για το ηπειρωτικό- μεσογειακό μοντέλο γαλλο-ιταλο-ελληνικού τύπου. Σημασία έχει ότι η ίδια η έννοια του κοινωνικού κράτους επιβάλλει να ξεπεράσουμε τα επιχειρήματα και τις πραγματικότητες της δημογραφικής και δημοσιονομικής του κρίσης. Επιβάλλει να προσλάβει το κοινωνικό κράτος αναπτυξιακό χαρακτήρα και να πάψει να γίνεται αντιληπτό ως «ιδρυματικό» φαινόμενο. Έχει πολύ μεγάλη σημασία το ίδιο το κοινωνικό κράτος να αντιμετωπιστεί ως πεδίο αύξησης της απασχόλησης και του εθνικού πλούτου και όχι ως μία χοάνη απορρόφησης δημοσίων δαπανών. Όχι ως ένα πεδίο στο οποίο συντελείται απλώς η παροχική δράση του κράτους, ή έστω επιβάλλεται ο ρυθμιστικός του ρόλος. Κάτι που σε πολύ μεγάλο βαθμό το έχει πια επωμιστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση που λειτουργεί ως «κοινωνικό κράτος» ρυθμιστικά, αλλά δεν λειτουργεί ούτε παροχικά ούτε αναδιανεμητικά, ελλείψει πόρων, γιατί δεν μπορεί με τον προϋπολογισμό της και τους τόσο χαμηλούς ιδίους πόρους να παίξει τον ρόλο αυτό.
Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό το κοινωνικό κράτος να γίνει αντιληπτό αναπτυξιακά αυτό καθ’ εαυτό: ως πεδίο δημιουργίας νέων θέσεων απασχόλησης, πεδίο επενδύσεων, πεδίο δημιουργίας νέου εθνικού πλούτου. Και όχι μόνο πλούτου διανοητικού μέσα από την λειτουργία ενός δημόσιου συστήματος εκπαίδευσης ή μέσα από την άσκηση μίας συνεπούς και διορατικής πολιτικής για την προώθηση της καινοτομίας, της έρευνας και της τεχνολογίας, αλλά συνολικά μέσα από την δημιουργία ενός νέου περιβάλλοντος ποιότητας ζωής. Το κοινωνικό κράτος μπορεί, μέσα από την αναβάθμιση συνολικά της παραγωγικότητας της εργασίας και της παραγωγικότητας του κεφαλαίου, να λειτουργήσει ως συντελεστής ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας. Ένα τέτοιο σύγχρονο κοινωνικό κράτος μπορεί να λειτουργήσει πραγματικά αναδιανεμητικά. Δυστυχώς η χώρα μας πολύ απέχει από το να είναι ένα ολοκληρωμένο, έστω συμβατικό, ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος με τις υστερήσεις που έχουμε και οι οποίες διογκώνονται τα τελευταία χρόνια μέσα από την εγκατάλειψη όλων των μεγάλων δημοσίων συστημάτων: του εκπαιδευτικού, του υγειονομικού, του προνοιακού και ούτω καθεξής.

3. Έχει, λοιπόν, πολύ μεγάλη σημασία να δούμε τι είδους θεσμικές αλλαγές και πόσο ριζικές πρέπει να είναι αυτές οι θεσμικές αλλαγές, πρέπει να γίνουν σε όλα τα δυνατά επίπεδα, από το επίπεδο του πολιτικού συστήματος και του συστήματος διακυβέρνησης μέχρι το επίπεδο της δικαιοσύνης. Και από την βαθμίδα της Κυβέρνησης, του Πρωθυπουργού δηλαδή και του Υπουργικού Συμβουλίου, μέχρι την βαθμίδα του μικρού καποδιστριακού δήμου.
Ξεκινάω με μία έννοια που μου είναι προσφιλής τον τελευταίο καιρό, από το αίτημα για μία μεταντιπροσωπευτική δημοκρατία, γιατί αν θέλουμε πραγματικά να μιλήσουμε για ένα άλλο τύπο κράτους, ουσιαστικά πρέπει να βρούμε τρόπους προκειμένου να ξεπεραστεί η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης που υπάρχει, να μειωθεί ο πολιτικός αποκλεισμός μεγάλου μέρους των πολιτών.
Αυτό βεβαίως αφορά την καρδιά του πολιτικού συστήματος, στο οποίο είναι αφιερωμένη η τρίτη θεματική ενότητα, αφορά τα βασικά πολιτειακά όργανα, τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της Κυβέρνησης και της Βουλής, τον μετασχηματισμό των κομμάτων σε ανοικτά κόμματα, ένα ανανεωμένο συνδικαλιστικό κίνημα συμμετοχικό και αντιπελατειακό, μία ριζικά αναδιοργανωμένη Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Όλα αυτά δεν είναι μόνο αντικείμενο πολιτικής συζήτησης και άρα δεν εξαρτώνται μόνον από την διαμόρφωση της αναγκαίας πολιτικής βούλησης. Προσκρούουν και σε θεσμικά εμπόδια τα οποία πρέπει να ξεπεράσουμε, γιατί δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι αρκεί η πολιτική βούληση προκειμένου μία Κυβέρνηση να πάψει να λειτουργεί κατανεμημένη «κάθετα», σε κλειστά φέουδα υπουργείων άρα και υπουργικών αρμοδιοτήτων και να λειτουργήσει πράγματι συλλογικά, «οριζόντια», προωθώντας πολιτικές.
Άρα, έχει πολύ μεγάλη σημασία να εξοικειώσουμε το ίδιο το πολιτικό προσωπικό, τα βασικά πολιτικά υποκείμενα, όπως είναι τα κόμματα, με αυτές τις νέες ανάγκες και με αυτούς τους νέους στόχους μίας μετά-αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που είναι «δημοκρατία plus», που είναι μία δημοκρατία που αγωνίζεται να ξεπεράσει την μειωμένη πολιτική συμμετοχή, άρα να ξεπεράσει το άγχος του πολιτικού αποκλεισμού που είναι πρόβλημα πολύ μεγαλύτερο από τον κοινωνικό αποκλεισμό και τελικά λειτουργεί αντιοικονομικά, αντιπαραγωγικά και αντιαναπτυξιακά. Γιατί αυτό αναπαράγει και διογκώνει την δυσπιστία και τελικά δεν μας επιτρέπει να λάβουμε τις αναγκαίες πολιτικές αποφάσεις οι οποίες να μπορούν να εφαρμοστούν στηριγμένες από την πλειοψηφία της κοινωνίας. Δεν διαμορφώνεται, δηλαδή, η αναγκαία μεταρρυθμιστική, με την προοδευτική έννοια του όρου, συναίνεση.
Οι μεταρρυθμίσεις είναι απολύτως αναγκαίες αλλά έχουν ανάγκη από πρόσημο. Προοδευτικές μεταρρυθμίσεις χωρίς συναίνεση, δηλαδή χωρίς βούληση ανατροπής, χωρίς ριζοσπαστικό φρόνημα, δεν μπορεί να έχεις.

4. Αυτά που ισχύουν στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος, στο επίπεδο του συστήματος διακυβέρνησης, με την στενή έννοια του όρου, ισχύουν και στο επίπεδο της δημόσιας διοίκησης. Είναι επείγον να φύγουμε από μία ασφυκτική νομική και κανονιστική αντίληψη για την δημόσια διοίκηση, μία αντίληψη που αναπαράγει διαρκώς γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και να προσχωρήσουμε σε μία λειτουργική και επιχειρησιακή προσέγγιση που έχει ως στόχο την εξυπηρέτηση του πολίτη και την επιδίωξη των καλύτερων δυνατών αναπτυξιακών και κοινωνικών αποτελεσμάτων. Και η ίδια η διοίκηση πρέπει να ξεφύγει από την παραδοσιακή, «κάθετη» διάρθρωσή της που ξεκινά από το επίπεδο του Υπουργικού Συμβουλίου και φτάνει στη χαμηλότερη διοικητική μονάδα της διοίκησης ή του οποιουδήποτε νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα και να αντιληφθούμε την σημασία που έχει η «οριζόντια» οργάνωση που επιτρέπει την προώθηση συγκεκριμένων πολιτικών στόχων με μετρήσιμα αποτελέσματα.
Αυτό που έγινε, για παράδειγμα, κατά την διάρκεια της ολυμπιακής προετοιμασίας, μπορεί να γίνει για μία σειρά από θέματα που αφορούν τις μεγάλες κοινωνικές προτεραιότητες. Τη μείωση της ανεργίας, τη μείωση της απόλυτης και της σχετικής φτώχειας, την στήριξη των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, την προώθηση της καινοτομίας, την προστασία του περιβάλλοντος, την επιβολή άλλων ενεργειακών προτύπων, κάτι που ξεκινά από το επενδυτικό πρόγραμμα της ΔΕΗ και φτάνει στις ρυθμίσεις του γενικού οικοδομικού κανονισμού για τα ενεργειακά «έξυπνα» κτίρια.
Αυτό όλο είναι ένα γιγαντιαίο έργο, αν έχει ζήσει κανείς από τα μέσα την εμπειρία του κράτους. Διότι το ζήτημα της κατανομής και της άσκησης αρμοδιοτήτων, η φεουδαρχική διαίρεση «κάθετου» χαρακτήρα που θυμίζει το φορντιστικό μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής σε μία αρχαϊκή βιομηχανική κοινωνία δεν έχει καμία σχέση με μία μεταβιομηχανική, ευέλικτη, πολύπλοκη κοινωνία, με μία αντίστοιχη οικονομία που έχει τις δικές της ανάγκες και που απαιτεί ευελιξία, προσαρμοστικότητα, αναπροσαρμογή των στόχων, νέες μεθόδους μέτρησης των αποτελεσμάτων, πολύ καλή και διορατική έρευνα των συγκριτικών δεδομένων, συνεχή παρακολούθηση του διπλανού σου σε διεθνές επίπεδο για να δεις πού πηγαίνει αυτός και πώς πρέπει εσύ να προσαρμόζεις τα δικά σου βήματα.
Υπάρχουν στο πλαίσιο αυτό και πολύ απλές κινήσεις που σηματοδοτούν μία άλλη αντίληψη. Τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών που είναι ένα από τα μεγάλα έργα της περιόδου 2000-2004 θέλουν ενίσχυση και μία γενναιόδωρη αναβάθμιση προκειμένου να μετατραπούν σε ενιαία και ολοκληρωμένα σημεία επαφής του πολίτη με το υπό την ευρεία έννοια του όρου δημόσιο. Αλλά αυτό χρειάζεται ριζοσπαστική μεταφορά αρμοδιοτήτων, σχέση εμπιστοσύνης, επαρκή στελέχωση. Δεν είναι δυνατόν να λειτουργούν τα ΚΕΠ ως μικρογραφία όλων των προβλημάτων της δημόσιας διοίκησης και ιδίως των εργασιακών προβλημάτων, να απασχολούν προσωπικό με εργασιακή αβεβαιότητα, συμβασιούχους που δεν ξέρουν ποια είναι ακριβώς η νομική τους κατάσταση και να έχουμε αξίωση από αυτές τις νέες μονάδες να λειτουργήσουν ως πρότυπο σημείο επαφής του πολίτη με το δημόσιο.
Μία άλλη πολύ εύκολη τομή θα ήταν η θέσπιση ενός ενιαίου κώδικα σχέσεων κράτους και πολίτη που να διέπει, με ένα απλό και αντιγραφειοκρατικό τρόπο, όλες τις διοικητικές διαδικασίες, όλα τα θέματα έτσι ώστε να υπάρχει διαφάνεια ως προς τα δικαιώματα των πολιτών και τις αρμοδιότητες των επιμέρους υπηρεσιών και οργάνων, κάτι που η ίδια η ποιότητα της νομοθεσίας πολλές φορές δεν επιτρέπει να συμβεί. Αυτά είναι δύο κλασικά και αυτονόητα παραδείγματα.

5. Στο πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης έχουμε επενδύσει εδώ και δεκαετίες πολλά και εξακολουθούμε να επενδύουμε πολλά εξωραΐζοντας ίσως την κατάσταση: γιατί η τοπική αυτοδιοίκηση είναι θεσμός πολιτικής εκπροσώπησης των τοπικών κοινωνιών, θεσμός πίεσης αλλά ταυτόχρονα και επίπεδο στο οποίο ασκείται ενεργός διοίκηση. Και τα ζητήματα της διαφάνειας, της γραφειοκρατίας, του σεβασμού του πολίτη, του σεβασμού της νομιμότητας, τίθενται με πολύ οξύ τρόπο στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως και τα προβλήματα της πολιτικής συμμετοχής. Γιατί και εδώ η μετατροπή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας τοπικού επιπέδου σε ένα δαιδαλώδες σύστημα αλλεπάλληλων βαθμίδων διαμεσολάβησης έχει ουσιαστικά αφαιρέσει από την τοπική αυτοδιοίκηση το ιστορικό της συστατικό που είναι η άμεση συμμετοχή του πολίτη στην διαχείριση των τοπικών υποθέσεων.
Είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσουμε, ακόμη και σε αυτούς που ασχολούνται με τα θέματα, ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο αποκεντρωμένο περιφερειακό κράτος και την τοπική αυτοδιοίκηση α΄ και β΄ βαθμού. Η ίδια η έννοια του κράτους δοκιμάζεται όταν διασταυρώνεται με την έννοια της τοπικής υτοδιοίκησης, γιατί είναι πολύ διαδεδομένη η αντίληψη ότι η τοπική αυτοδιοίκηση δεν ανήκει στο κράτος. Αυτό όμως είναι μία νομικιστική αντίληψη περί κράτους, όπου το κράτος ταυτίζεται με το νομικό πρόσωπο του δημοσίου. Δεν είναι αυτή η πραγματικότητα που βιώνει ο πολίτης ο οποίος δεν έχει κανένα λόγο να γνωρίζει το πώς οργανώνεται συνταγματικά και νομοθετικά η κατανομή αρμοδιοτήτων ανάμεσα στις κεντρικές υπηρεσίες, τις περιφερειακές υπηρεσίες, τις αποκεντρωμένες υπηρεσίες, την καθ’ ύλη αυτοδιοίκηση μέσω νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, την τοπική αυτοδιοίκηση α΄ και β΄ βαθμού.
Είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσει ο πολίτης τι συνιστά αρμοδιότητα του υπουργού, τι του περιφερειάρχη, τι του νομάρχη και τι του δήμαρχου. Όμως ο ίδιος θέλει μία απάντηση όταν έρχεται σε επαφή με το κράτος υπό συνθήκες κρίσης δηλαδή ιδίως στον γιγαντιαίο πια τομέα της πολιτικής προστασίας, της διαχείρισης των κρίσεων, που επιβάλλει να λειτουργεί ο κρατικός μηχανισμός με ενότητα, αποτελεσματικότητα και ταχύτητα.
Χρειάζεται, άρα, μία πολύ σοβαρή συζήτηση, ένας ειλικρινής και ανοικτός κοινωνικός διάλογος με στόχο την ριζική ανασυγκρότηση και του α΄ και του β΄ βαθμού. Θα μας δοθεί η ευκαιρία, με πολύ έγκυρη σύνθεση συζητητών, να προσεγγίσουμε τα θέματα αυτά.
Στόχος πάντως είναι αναμφίβολα ένας ισχυρός δήμος μέσω ενός ολοκληρωμένου σχεδίου «Καποδίστριας 2», που πρέπει να φέρνει, αν μη τι άλλο, κοντά στον πολίτη όλες τις υπηρεσίες ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους: Συγκοινωνίες, παιδικοί σταθμοί, σχολεία, εγγυημένο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, προγράμματα κοινωνικής βοήθειας, πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, εξατομικευμένες πολιτικές απασχόλησης για κάθε άνεργο, στήριξη των νέων στο ξεκίνημά τους, συνεργασία με τα δίκτυα των εθελοντικών οργανώσεων. Αυτά και πολλά άλλα πρέπει να είναι αρμοδιότητα του ισχυρού δήμου.
Και παρότι έχουμε εδώ και καιρό σχεδόν όλοι αποδεχθεί την περιφερειακή αυτοδιοίκηση ως Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης β΄ βαθμού, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με οργανικές μονάδες ενσωματωμένες σε αυτή τους σημερινούς νομούς, χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη πίεση και πολύ μεγαλύτερη γενναιοδωρία του κεντρικού κράτους προκειμένου η περιφερειακή αυτοδιοίκηση να καταστεί μοχλός περιφερειακής ανάπτυξης και να απελευθερώσει τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτιστικές, διανοητικές και άρα αναπτυξιακές δυνάμεις της ελληνικής Περιφέρειας που ασφυκτιούν.
Όλα αυτά μπορούν να γίνουν χωρίς να είναι αναγκαία μια απόλυτη θεσμική ομοιομορφία που πολύ συχνά μας εγκλωβίζει σε «κουτάκια». Άλλες ρυθμίσεις χρειάζονται για τα μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα και την μητροπολιτική τους διοίκηση, άλλες προβλέψεις για το νησιωτικό δήμο το χειμερινό εξάμηνο με μειωμένο πληθυσμό και άλλες προβλέψεις για το νησιωτικό δήμο το θερινό εξάμηνο με πολλαπλάσιο πληθυσμό άρα με άλλες ανάγκες για υποδομές και στελέχωση.

6. Έχει, λοιπόν, πολύ μεγάλη σημασία να θέσουμε τα προβλήματα αυτά με ένα πολυπρισματικό τρόπο. Πιστεύω δε ότι μέσα από αυτή την προσέγγιση μπορούμε να δώσουμε απάντηση και στην ηθική κρίση του κράτους που είναι πια κρίση νομιμοποίησης βαθύτατη και αθεράπευτη.
Παρότι εδώ υπάρχει μία άδικη μεταχείριση της κοινωνίας σε σχέση με το κράτος, γιατί η διαφάνεια δεν είναι μόνον πρόβλημα του κράτους, πρόβλημα μόνον του δημοσίου τομέα. Παράγεται σε πολύ μεγάλο βαθμό μέσα από την αγορά, μέσα από την διαχείριση και την προώθηση των ιδιωτικών συμφερόντων. Η ίδια η κοινωνία των πολιτών δεν δίνει τα καλύτερα δυνατά παραδείγματα διαφάνειας ακόμη και όταν έχουμε μορφές κοινωνικού εθελοντισμού. Αναφέρομαι στην διαχείριση του λεγόμενου τρίτου τομέα. Επαναλαμβάνω την παλαιότερη πρότασή μου να σταματήσει αυτή η περίεργη «συνενοχική» σχέση κράτους και κοινωνίας. Ο πολίτης, το κίνημα των πολιτών μέσα από την συμμετοχή του να αναλάβει τον εγγυητικό ρόλο, τον εποπτικό ρόλο μέσα από μηχανισμούς παρακολούθησης και συμμετοχής που εγγυώνται τη νομιμότητα, την ισονομία και τη αξιοκρατία.
Αλλά για να αντιμετωπιστεί η διαφορά που συνδέεται με τις ατυπίες της ελληνικής κοινωνίας, με το μέγεθος της παραοικονομίας, της εισφοροδιαφυγής και της φοροδιαφυγής, με τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, με το υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολουμένων, με το μικρό μέσο μέγεθος της ελληνικής επιχείρησης, με την κακή ποιότητα της νομοθεσίας, πρέπει να προηγηθεί κάτι πολύ σημαντικό. Να αντιληφθεί ο πολίτης ότι το νόμιμο συμφέρει, ότι το νόμιμο είναι φθηνότερο, γρηγορότερο και αποτελεσματικότερο από το παράνομο.
Στο μέτρο που δεν πείθεται για αυτό, δεν πείθεται δηλαδή για το οικονομικό όφελός του από τον σεβασμό της νομιμότητας και την τήρηση των εγγυήσεων διαφάνειας, πιστεύω ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό θα ματαιοπονούμε.
Βέβαια για να γίνει αυτό, όπως είπα, χρειάζεται μία άλλης ποιότητας νομοθεσία. Θέλουμε καλύτερο δίκαιο με λιγότερους νόμους, όπως έχει λεχθεί συνθηματικά. Η αρχή πρέπει να γίνει από τους κρίσιμους τομείς, όπως η φορολογική και πολεοδομική νομοθεσία. Θεωρώ ότι μια συνολική εθνική κωδικοποίηση συνιστά στόχο εφάμιλλο του εθνικού κτηματολογίου. Και θα έπρεπε κανονικά να τεθεί ως αναπτυξιακή προτεραιότητα και να χρηματοδοτηθεί με τον τρόπο που χρηματοδοτείται το εθνικό κτηματολόγιο, παρότι οι πόροι που απαιτούνται είναι συντριπτικά λιγότεροι.
Ο ποιοτικός έλεγχος της νομοθεσίας που αποτελεί μέριμνα και του ΟΟΣΑ και του Συμβουλίου της Ευρώπης και παλαιότερα είχε απασχολήσει νομοπαρασκευαστικές επιτροπές στην χώρα μας χωρίς να έχουμε κάποιο ορατό αποτέλεσμα, μπορεί να βοηθήσει πάρα πολύ από την άποψη αυτή.
Υπάρχουν τουλάχιστον 15 κριτήρια τα οποία πολύ εύκολα μπορούν να κωδικοποιηθούν και να μας επιτρέψουν να έχουμε καλύτερης ποιότητας νομοθεσία. Πέρα από τα αυτονόητα, δεν νοείται να έχεις προληπτικό έλεγχο συνταγματικότητας ή συμβατότητας με το ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο αλλά να μην έχεις όχι μόνον έλεγχο της δημοσιονομικής επιβάρυνσης και έλεγχο των φορολογικών, οικονομικών και αναπτυξιακών επιπτώσεων, να μην έχεις έλεγχο από πλευράς περιβαλλοντικών επιπτώσεων, από πλευράς επιπτώσεων στη ζωή των ανάπηρων και εμποδιζόμενων ατόμων, να μην ελέγχεις τις επιπτώσεις στην ισότητα των φύλων, να μην ελέγχεις την «νομοθετική οικονομία» (μήπως, δηλαδή, αυτό που ρυθμίζεις έχει ήδη ρυθμιστεί και απλώς το έχεις ξεχάσει). Δεν είναι δυνατόν να έχεις καλής ποιότητας νομοθεσία αν δεν έχεις περιοδική εκκαθάριση, περιοδικό έλεγχο της νομοθεσίας, άρα μία διαρκή κωδικοποίηση την οποία πρέπει να ανυψώσουμε στο επίπεδο του εθνικού αναπτυξιακού στόχου.
Όλα αυτά τα προβλήματα - και θέλω να χαιρετίσω ιδιαιτέρως εδώ την παρουσία του Προέδρου της Ένωσης Εισαγγελέων, του κυρίου Σωτήρη Μπάγια που θα προεδρεύσει στην αντίστοιχη θεματική ενότητα - συμπλέκονται με την απαράδεκτη κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική δικαιοσύνη. Το πρόβλημα της ελληνικής δικαιοσύνης δεν είναι μόνον πρόβλημα κράτους δικαίου πια, είναι και πρόβλημα μοντέλου ανάπτυξης, είναι πρόβλημα αναπτυξιακό και κοινωνικό.
Η γραφειοκρατία, η αδιαφάνεια και η έλλειψη εσωτερικής ανεξαρτησίας (γιατί έχουμε μιλήσει στην χώρα μας πάρα πολύ για την εξωτερική ανεξαρτησία και έχουμε αγνοήσει το καταλυτικό ζήτημα της εσωτερικής ανεξαρτησίας στην δικαιοσύνη) είναι κατά την γνώμη μου τα τρία μεγαλύτερα προβλήματα της δικαιοσύνης. Και βέβαια η μόνη μέθοδος ριζικής προσέγγισης είναι μία μεγάλη θεσμική συμφωνία ανάμεσα στην πολιτεία, τους δικηγορικούς συλλόγους και τις δικαστικές ενώσεις.
Η εμπειρία μου και από το Υπουργείο Δικαιοσύνης μου λέει ότι αν δεν επιτευχθεί αυτή η θεσμική αναπτυξιακή συμφωνία ανάμεσα στην πολιτεία, τους δικηγορικούς συλλόγους αρχικά και στη συνέχεια τις δικαστικές ενώσεις, δεν μπορεί να γίνει καμία σοβαρή τομή. Και η τομή αυτή πρέπει να είναι η ριζική απογραφειοκρατικοποίηση της δικαιοσύνης, η ριζική δικονομική απλούστευση. Γίνονται μικροπαρεμβάσεις οι οποίες αποτυπώνονται και στο υπό ψήφιση, νομοσχέδιο για την επιτάχυνση των διοικητικών δικών, αλλά χρειάζεται τελείως διαφορετική προσέγγιση, πολύ πιο ανατρεπτική. Η εισαγωγή εναλλακτικών διαδικασιών με την συνεργασία των δικηγορικών συλλόγων, η θωράκιση της εσωτερικής ανεξαρτησίας για την προστασία της μεγάλης πλειονότητας των δικαστικών λειτουργών που ασκεί και θέλει να ασκεί ευόρκως αλλά με αίσθηση ανεξαρτησίας τα καθήκοντά της, είναι ορισμένοι από τους στόχους που πρέπει να τεθούν.
Δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζουμε το ζήτημα της δικαιοσύνης με αντανακλαστικά του 19ου ή έστω του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Πρέπει να το αντιμετωπίσουμε και ως θεσμικό και ως οικονομικό μέγεθος και να αποφασίσουμε πως είναι αναγκαίο να γίνουν μία σειρά από τομές.

* * *

Αντιλαμβάνεστε ότι θα μπορούσε ο κατάλογος των θεμάτων να συνεχίζεται επ’ άπειρον, γιατί τα πάντα τελικώς ανάγονται στο κράτος. Θα μπορούσαν τα παραδείγματά μου να είναι επεκταθούν στην προνοιακή πολιτική, στην εκπαιδευτική πολιτική, στην πολιτική υγείας.
Όλα αυτά ή πάντως αρκετά από αυτά θα συζητηθούν αυτό το διήμερο. Το ζητούμενο είναι να αντιληφθούμε το μέγεθος της έννοιας του κρατικού φαινομένου στην αυγή του 21ου αιώνα και να θέσουμε ως στόχο αυτό που φαίνεται δύσκολο ή ακόμη και αδύνατο: πως πράγματι ένα άλλο κράτος είναι εφικτό.
Και αν αποδείξουμε ότι ένα άλλο κράτος είναι εφικτό, θα έχουμε κάνει το πρώτο βήμα για να πείσουμε πως μία άλλη πολιτική πρόταση είναι εφικτή.

Σας ευχαριστώ πολύ

14 Ιουλ 2008

του Χρήστου Δερβένη,

Το κοινωνικό κράτος που οικοδομήθηκε κυρίως στη δυτική Ευρώπη μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με βασικό συντελεστή και κύριο αν όχι αποκλειστικό χρηματοδότη το κράτος, σήμερα βρίσκεται σε μια μακροχρόνια κρίση. Μια σειρά από οικονομικές συγκυρίες στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980 όπως επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, αύξηση του πληθωρισμού και των δανειακών αναγκών του δημοσίου σαν συνέπεια του μεγάλου χάσματος μεταξύ δαπανών και εσόδων, αύξηση της ανεργίας οδήγησαν τις κυβερνήσεις, συντηρητικές στη πλειοψηφία τους αλλά όχι μόνο να οδηγηθούν σε σημαντικές μειώσεις των δαπανών για τη στήριξη των διαφόρων συντελεστών του κοινωνικού κράτους. Η λογική πίσω από πολιτικές που άρχισαν να εφαρμόζονται με την είσοδο στην δεκαετία του 1980 είχαν σα στόχο τη μεταφορά πόρων στη βιομηχανική παραγωγή, την μείωση του πληθωρισμού με ταυτόχρονη μείωση των φορολογικών συντελεστών προσδοκώντας στην αύξηση της παραγωγής, την οικονομική μεγέθυνση και την μείωση της ανεργίας. Είναι φανερό ότι οι πολιτικές αυτές έρχονται σε αντίθεση με τον ορθόδοξο Κεϊνσιανισμό που θα συνιστούσε αυξημένες κρατικές δαπάνες προκειμένου να αυξηθεί η συνολική ζήτηση ώστε να αυξηθεί η παραγωγή και να μειωθεί η ανεργία. Όλα αυτά βέβαια συνεβαίνανε ταυτόχρονα με μια δραματική αλλαγή του διεθνούς περιβάλλοντος που δεν επέτρεπε να συνεχιστεί η μεταπολεμική με υψηλούς ρυθμούς συσσώρευση κεφαλαίου και η δυνατότητα γενναιόδωρης χρηματοδότησης του κοινωνικού κράτους. Η εκτίμηση της εφαρμογής των πολιτικών που περιγράψαμε είχε σαν αποτέλεσμα την οικονομική ανάπτυξη και την σχετική μείωση της ανεργίας, για λίγο όμως σχετικά διάστημα, αλλά και την ταυτόχρονη εκτίναξη των κοινωνικών ανισοτήτων και περιθωριοποίησης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού που στην Μεγ. Βρετανία οδήγησε σ αυτό που ονομάστηκε Divided Nation. Όλα αυτά βέβαια στην χώρα μας παίρνουν τα χαρακτηριστικά της ιδιότυπης οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής διαδρομής που ακολουθήθηκε μετά τον πόλεμο και ιδιαίτερα μετά το τέλος του εμφυλίου. Στην Ελλάδα ποτέ δεν ολοκληρώθηκε ένα κοινωνικό κράτος που να διασφαλίζει ένα δίκτυο ασφάλειας για τους πολίτες της. Η οργάνωση και η χρηματοδότηση του ήταν συνεχώς ανεπαρκής, αν εξαιρέσει κανείς την επεκτατική κοινωνική πολιτική του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1980. Έτσι σήμερα καλούμαστε να προσεγγίσουμε από την αρχή τη δυνατότητα της ανασυγκρότησης του κοινωνικού κράτους λαμβάνοντας υπόψη κυρίως τις εγχώριες ανεπάρκειες και τη διεθνή εμπειρία.
Στη χώρα μας υπάρχει μια διαχρονική σύγχυση μεταξύ των εννοιών της υγείας και της υγειονομικής κάλυψης και φροντίδας. Η πρώτη υλοποιείται με την εφαρμογή ευρύτερων πολιτικών που αφορούν στο περιβάλλον, τη κατοικία, την εκπαίδευση, την απασχόληση ενώ η δεύτερη αφορά στην πρόληψη και θεραπεία της νόσου. Η σύγχυση αυτή κατά τη γνώμη μου υπάρχει και στη συνταγματική διατύπωση του δικαιώματος παρά την σημαντική συμβολή στην ερμηνεία του αντίστοιχου, ή των αντίστοιχων εδαφίων του Συντάγματος από διακεκριμένους επιστήμονες (Κοντιάδης, Ανθόπουλος, Παπακωνσταντίνου κ.ά). Για την οικονομία της συζήτησης θα επικεντρωθώ στα προβλήματα που αφορούν στην υγεία στη δεύτερη έννοια της. Στις δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα για την οργάνωση ενός συστήματος υγείας, ως κύριου στοιχείου του κοινωνικού κράτους, που να μπορεί να διασφαλίσει στους πολίτες του ίση πρόσβαση και υψηλής ποιότητας υπηρεσίες. · Το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναζητείται η διέξοδος του συστήματος υγείας και χαρακτηρίζεται από :
  • Το γεγονός ότι η κοινωνική διάρθρωση σήμερα δεν καθορίζεται μόνο από το εισόδημα αλλά και από τη θέση στον καταμερισμό της γνώσης.
  • Την ελλιπή του χρηματοδότηση του Συστήματος Υγείας
  • Την αλλαγή του νοσολογικού προτύπου λόγω κυρίως της γήρανσης του πληθυσμού και των επιλογών του τρόπου ζωής
  • Την επίπτωση των νέων τεχνολογιών συμπεριλαμβανομένων των φαρμάκων (500 εκ. € η είσοδος στην αγορά ενός νέου φαρμάκου)
  • Τις αυξημένες προσδοκίες και την διαμόρφωση νέων αξιών.


Επιγραμματικά οι προτάσεις που θα προσπαθήσω να επιχειρηματολογήσω για την αναγκαιότητα τους;

  1. Οι υπηρεσίες υγείας αποτελούν όχι μόνο ένα από τους κρίσιμους πυλώνες του κοινωνικού κράτους αλλά και ισχυρό αναπτυξιακό εργαλείο αφού παράγει το 10% Του εθνικού εισοδήματος και απασχολεί τα 5% Του ενεργού εργατικού δυναμικού. Οι μονάδες υγείας αποτελούν επιχειρησιακές μονάδες ισόρροπης έντασης εργασίας και κεφαλαίου. Εκ του γεγονότος αυτού η ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού συμβάλλει αποφασιστικά και στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη αλλά και στην βελτίωση της ποιότητας του συστήματος. Η μείωση του κοινωνικού κόστους της ασθένειας.
  2. Η κοινωνική πολιτική ασκείται μέσα από τη χρηματοδότηση – ασφαλιστικό σύστημα, και όχι μέσω της παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος οφείλει να δημιουργήσει ένα υγιές ασφαλιστικό σύστημα, που μαζί με την εφαρμογή πολιτικής πραγματικών τιμών των υπηρεσιών θα δημιουργήσει ένα αποτελεσματικό σύστημα χρηματοδότησης που δεν δημιουργεί ελλειμματικές μονάδες με όλες τις συνέπειες.
  3. Οφείλουμε να προσδιορίσουμε τον νέο ρόλο του κράτους. Η κοινωνική πολιτική δεν ασκείται υποχρεωτικά μέσω της κρατικής ιδιοκτησίας και παραγωγής αλλά από την δίκαια διανομή. Το κράτος δεν είναι εργαλείο που το χρησιμοποιεί ο καθένας σύμφωνα με τα συμφέροντά του. Το κράτος ως συμπύκνωση κοινωνικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών (Ν. Πουλαντζάς) δεν εξασφαλίζει σε κάθε περίπτωση ότι θα λειτουργήσει ως υπηρέτης των λαϊκών συμφερόντων.
  4. Ο κάθε πολίτης δεν ενδιαφέρεται αν η μονάδα που θα του παρέχει τις υπηρεσίες υγείας όταν τις χρειάζεται είναι κρατική ή ιδιωτική αλλά αν έχει δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης και οι υπηρεσίες είναι υψηλής ποιότητας. Συνεργασίες!!!!! (ιδιωτικο – Δημόσιο)
  5. Στις αναπτυγμένες χώρες στο μεγαλύτερο βαθμό το πρόβλημα της πρόσβασης έχει λυθεί. Ακόμα και στην Ελλάδα ο κάθε πολίτης μπορεί να απευθυνθεί σε κάποια υπηρεσία, εξαιρουμένων κάποιων περιπτώσεων για γεωγραφικούς κυρίως λόγους. Οι ανισότητες του 21ου αιώνα είναι ανισότητες ποιότητας των υπηρεσιών.
  6. Δεν υπάρχει τίποτε δωρεάν. Σύγχυση του δωρεάν και της μη πληρωμής την ώρα της χρήσης των υπηρεσιών. Λόγοι κοινωνικής δικαιοσύνης επιβάλλουν σε μια χώρα σαν την Ελλάδα με μια παραοικονομία που φθάνει στο 45% περίπου του Εθνικού εισοδήματος να εισάγει ιδιωτικές πληρωμές στο δημόσιο σύστημα. Δεν είναι δυνατή η επιβίωση του δημόσιου συστήματος όταν οι φορο-διεφεύγοντες και οι εισφορο-διαφεύγοντες να χρησιμοποιούν υπηρεσίες για τις οποίες δεν έχουν οι ίδιοι συμβάλλει. Μια τέτοια πρακτική διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες.
  7. Τέλος, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η αντιμετώπιση των νοσημάτων του σημερινού νοσολογικού προτύπου (κυρίως νοσήματα «φθοράς» απαιτεί αυξημένο κόστος αφού τόσο η απαιτούμενη τεχνολογία όσο και τα νέα φάρμακα (λόγω και των νέων κανονισμών ασφάλειας) δημιουργούν πιέσεις τόσο δημοσιονομικές όσο και στο ασφαλιστικό σύστημα και συμβάλλουν στην αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων.
  8. Ο ρόλος του κράτους σήμερα συνοψίζεται:
  • Στην διασφάλιση της δημόσιας υγείας
  • Σ' ένα σύστημα χρηματοδότησης που να περιλαμβάνει το κράτος (κρατικός προϋπολογισμός, ασφαλιστικό σύστημα, ιδιωτικές πληρωμές) που να εξασφαλίζει την ισότιμη πρόσβαση αλλά κυρίως τη μέγιστη δυνατή ισότητα στην ποιότητα
  • Διασφάλιση της διαφάνειας και της ενδυνάμωσης. Οι πολίτες δεν πρέπει να θεωρούνται μόνο σαν απλοί καταναλωτές αλλά πρέπει να «ενδυναμώνονται» ώστε να γίνουν πραγματικοί συμμέτοχοι στην φροντίδα υγείας
  • Η φροντίδα που οι πολίτες απολαμβάνουν οφείλει να είναι αυτή που πραγματικά έχουν ανάγκη οι πολίτες και όχι αυτό που το ασφαλιστικό σύστημα μπορεί να καλύψει
  • Μείζων θέμα αποτελεί η διαφάνεια στη χρήση των κοινωνικών πόρων και στην πληροφορία για την αποτελεσματικότητα των μονάδων υγείας. Η χρηματοδότηση οφείλει να ακολουθεί το αποτέλεσμα.

του Ναπολέοντα Μαραβέγια,

Το Κράτος τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο αποτελεί συμπύκνωση του συσχετισμού των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, είναι ο υποκινητής της οικονομικής ανάπτυξης και ταυτόχρονα ο εγγυητής της κοινωνικής συνοχής ενός κοινωνικού σχηματισμού. Με άλλα λόγια, το Κράτος προωθεί την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και παράλληλα μεριμνά για την κοινωνική ειρήνη στο επίπεδο των παραγωγικών σχέσεων. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι αν αυτός ο ρόλος του Κράτους έχει περιοριστεί στη σημερινή εποχή λόγω της διεθνοποίησης των αγορών και της συμμετοχής στη διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης στην περίπτωση των χωρών που συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικότερα στην τελευταία περίπτωση το ερώτημα είναι εάν οι αρμοδιότητες που έχει εκχωρήσει το Κράτος στα υπερεθνικά όργανα της Ε.Ε. στερούν ή έστω περιορίζουν την ικανότητα του να εκπληρώνει τον αναπτυξιακό και τον κοινωνικό του ρόλο. Νομίζουμε ότι ο ρόλος του Κράτους , ακόμα και στην περίπτωση χωρών που συμμετέχουν στη διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, δεν μειώνεται, απλώς αλλάζει μορφή και γίνεται περισσότερο απαιτητικός. Στο σημερινό στάδιο της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης το Κράτος διαθέτει την αρμοδιότητα για την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής δηλαδή, της αναδιανομής των εισοδημάτων και του πλούτου μέσα σε ορισμένα πλαίσια που καθορίζονται από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο είναι υποχρεωμένες να τηρούν οι χώρες που συμμετέχουν στη ζώνη του Ευρώ, όπως η χώρα μας. Έτσι οι κρατικές δαπάνες, η άμεση φορολογία και το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα είναι αποκλειστικά εθνική υπόθεση. Συνεπώς οι προτεραιότητες των κρατικών δαπανών και της φορολόγησης παραμένουν στην ευχέρεια των εθνικών κυβερνήσεων. Είναι ζητήματα πολιτικών επιλογών με ιδεολογικό περιεχόμενο και αποτελούν αντικείμενο πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ των εθνικών πολιτικών κομμάτων. Βεβαίως, τα περιθώρια των κρατικών δαπανών διευρύνονται στην περίπτωση της Ελλάδας και άλλων χωρών-μελών της Ε.Ε, όπου εισρέουν πόροι από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και της Πολιτικής Συνοχής. Όμως και η κατανομή των κοινοτικών πόρων στο εσωτερικό της χώρας τουλάχιστον στην περίπτωση της Πολιτικής Συνοχής αποφασίζεται τελικά από την εκάστοτε κυβέρνηση ως αποτέλεσμα και πάλι των πολιτικών και ιδεολογικών επιλογών της. Τι έχει αλλάξει συνεπώς στο ρόλο του Κράτους; Δύο σημαντικές αρμοδιότητες έχουν εκχωρηθεί στα υπερεθνικά όργανα της Ε.Ε. Η εξωτερική εμπορική πολιτική και η νομισματική πολιτική. Έτσι το Κράτος δεν μπορεί να επιβάλει δασμολογικά εμπόδια έναντι των άλλων χωρών της Ε.Ε. και, μόνον όσα επιτρέπονται από την κοινή εμπορική πολιτική, έναντι τρίτων χωρών. Επίσης το Κράτος δεν μπορεί να καθορίζει τη συναλλαγματική ισοτιμία, εφόσον δεν διαθέτει εθνικό νόμισμα ούτε να ορίζει το ύψος των επιτοκίων. Η απώλεια των δύο αυτών αρμοδιοτήτων στερεί από το Κράτος τη δυνατότητα βραχυχρόνιας αύξησης της ανταγωνιστικότητας των εγχωρίων προϊόντων είτε μέσω της αύξησης των δασμών είτε μέσω της υποτίμησης του νομίσματός της και ταυτόχρονα την ευχέρεια να αντιμετωπίζει τους οικονομικούς κύκλους με τη μεταβολή των επιτοκίων. Η απώλεια όμως αυτών των εργαλείων πολιτικής αντισταθμίζεται τουλάχιστον στην περίπτωση της Ελλάδας με την εξασφάλιση σταθερότητας στις τιμές και την διατήρηση χαμηλών επιτοκίων. Έτσι δημιουργούνται ευνοϊκότερες συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης λόγω του χαμηλού κόστους του χρήματος και της γενικότερης μακροοικονομικής σταθερότητας, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η παραγωγικότητα της οικονομίας αυξάνεται με παρόμοιους ρυθμούς με αυτούς του μέσου όρου της παραγωγικότητας των οικονομιών των χωρών που ανήκουν στην Ευρωζώνη. Σε αντίθετη περίπτωση είτε αυξάνεται η ανεργία είτε μειώνονται οι πραγματικοί μισθοί. Οι απαιτήσεις συνεπώς για ένα διαφορετικό ρόλο του Κράτους αυξάνονται σ’ αυτές τις συνθήκες. Η λειτουργία του Κράτους ως υποκινητή της οικονομικής ανάπτυξης, μέσω της εξασφάλισης κατάλληλων συνθηκών για την αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας της οικονομίας, χωρίς τη δυνατότητα, τεχνητής έστω, αύξησης της ανταγωνιστικότητας της με δασμούς ή υποτιμήσεις, απαιτεί ένα συνδυασμό κατάλληλων πολιτικών επιλογών που θα εξασφαλίζουν ανταγωνιστικότητα στην οικονομία και βιωσιμότητα στην ανάπτυξη. Από την άλλη πλευρά η λειτουργία του Κράτους ως εγγυητή της κοινωνικής συνοχής, δηλαδή εξασφάλισης κοινωνικής ειρήνης μέσω της αναδιανομής, απαιτεί μια διαφορετική και πιο αποτελεσματική κοινωνική πολιτική. Οι εισηγητές αυτής της συνεδρίασης Γιάννης Καλογήρου και Γιάννης Μυλόπουλος καθώς και οι εισηγητές της επόμενης ενότητας πιστεύω ότι θα συνεισφέρουν στον προβληματισμό για ένα συνδυασμό αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής με οικολογική ευαισθησία.

του Ξενοφώντα Κοντιάδη,
Προτάσεις για μία νέα δημόσια διοίκηση

Θέση 1η:
Κρίνεται σκόπιμη η μετάβαση σε μια Κυβέρνηση-επιτελείο, με ευέλικτο σχήμα, με συλλογικότερη λειτουργία καθώς και με δυνατότητα αποτελεσματικής οριζόντιας δράσης ανά πεδίο πολιτικής και όχι μόνο ανά τομέα διοίκησης.
Θέση 2η :
Η συλλογική λειτουργία και ο επιτελικός ρόλος της Κυβέρνησης είναι αναγκαίο να υποστηριχθούν από μια Γενική Γραμματεία με στελέχωση και αρμοδιότητες τέτοιες, ώστε να επιτυγχάνεται η τεχνική υποστήριξη της Κυβέρνησης σε όλο το εύρος των δημόσιων πολιτικών.
Θέση 3η :
Τόσο οι επιτελικές λειτουργίες των Υπουργείων όσο και ο μεταξύ τους συντονισμός μπορούν να βελτιωθούν μέσα από το σχεδιασμό και την τεκμηρίωση των πολιτικών τους από αυτοτελείς μονάδες. Καθίσταται επιβεβλημένη η οργάνωση μονάδων στρατηγικού σχεδιασμού και τεκμηρίωσης σε κάθε Υπουργείο.
Θέση 4η :
Οι αρμοδιότητες αναπτυξιακού σχεδιασμού σε περιφερειακό επίπεδο είναι σκόπιμο να ανατεθούν σε λιγότερες, αυτοδιοικούμενες περιφέρειες.
Θέση 5η :
Απαιτείται άμεσα η ανάληψη πρωτοβουλιών στο πλαίσιο της κανονιστικής μεταρρύθμισης, για τον περιορισμό των διοικητικών επιβαρύνσεων.
Θέση 6η :
Απαιτείται να εφαρμοστεί και στη χώρα μας μια μέθοδος ολοκληρωμένης και ουσιαστικής ανάλυσης των κανονιστικών επιπτώσεων κάθε ρύθμισης (ΑΚΕ/Regulatory Impact Assesment), προκειμένου αφ’ ενός να βελτιωθεί η ποιότητα των νομοθετικών ρυθμίσεων και αφ’ ετέρου να επιτευχθεί η απλούστευση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος.
Θέση 7η :
Στο επίκεντρο κάθε θεσμικής μεταρρύθμισης πρέπει να τεθεί η δημόσια διαβούλευση.
Θέση 8η :
Απαιτείται η αναδιοργάνωση του συστήματος προσλήψεων κατά τρόπο ώστε να θωρακιστεί ο αδιάβλητος χαρακτήρας της διαδικασίας επιλογής, εξασφαλίζοντας όμως ταυτόχρονα την επιλογή όχι απλώς των επικρατέστερων βάσει τυπικών προσόντων, αλλά των ουσιαστικά αξιότερων και καταλληλότερων για κάθε εξειδικευμένη διοικητική υπηρεσία.
Θέση 9η :
Απαιτείται λοιπόν η επαναξιολόγηση και ο ανασχεδιασμός των θέσεων εργασίας, ως εργαλείου σύζευξης και εξισορρόπησης της οργανωσιακής αποτελεσματικότητας και της ατομικής ικανοποίησης των εργαζομένων.
Θέση 10η :
Σκόπιμη είναι η αξιοποίηση νέων εργαλείων, μεθόδων και διαδικασιών διοικητικής λειτουργίας, όπως η χρηματοδότηση με γνώμονα τα αποτελέσματα, το μάνατζμεντ ποιότητας, το benchmarking, τα συστήματα ελέγχου και μέτρησης απόδοσης, το balanced scorecard και το στρατηγικό μάνατζμεντ.
Θέση 11η :
Η νέα δημόσια διοίκηση καλείται να υιοθετήσει εργαλεία διοίκησης αποδοτικότητας (performance management), δηλαδή συνεχών και συνεκτικών αξιολογήσεων των ασκούμενων πολιτικών, που αντικαθιστούν τις πολιτικές μέτρησης αποδοτικότητας, δηλαδή περιοδικής αξιολόγησης των αποτελεσμάτων μιας οργάνωσης.
Θέση 12η :Πέρα από την ενδυνάμωση των ελεγκτικών αρχών και μηχανισμών, είναι εξαιρετικά κρίσιμη η μείωση των σημείων άμεσης επαφής μεταξύ διοίκησης και πολίτη.

του Θανάση Κανταρτζή,

Μια νέα τοπική αυτοδιοίκηση: από τη διεκδίκηση πόρων και αρμοδιοτήτων στην ανασύσταση των τοπικών κοινωνιών

Σε ένα κόσμο που αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς, δεν θα μπορούσε να μην αλλάζει και η Ελλάδα. Να αλλάζει ως χώρα, ως πραγματικότητα, να αλλάζει και σε σχέση με τον διεθνή καταμερισμό. Οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στον κόσμο και στην Ευρώπη επιβάλλουν, επομένως, να ξαναδούμε όλες τις δομές και τις λειτουργίες που ρυθμίζουν τη ζωή του τόπου –από το κράτος μέχρι την αυτοδιοίκηση. Σε αυτό το πλαίσιο, ακριβώς, οφείλουμε να ξαναδούμε το ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην ανασύσταση του κοινωνικού ιστού, την τοπική ανάπτυξη και την προσφορά υπηρεσιών στους κατοίκους-δημότες-πολίτες.
Δεν έχει νόημα, άλλωστε, να κάνουμε πως δεν βλέπουμε ότι αλλάζει το αναπτυξιακό μοντέλο σε όλο το δυτικό κόσμο, ότι αλλάζουν τα «εργαλεία» που χρησιμοποιούνται, και ότι διαφοροποιείται ο ρόλος του δημοσίου και του κοινωνικού τομέα της οικονομίας και η σχέση τους με τον ιδιωτικό. Δεν έχει νόημα να παραβλέπουμε το γεγονός ότι πολλές από τις εξελίξεις έχουν οδηγήσει σε μια κάποια διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, άλλοτε μικρότερης σημασίας και άλλοτε βαθύτερη. Σε τελική ανάλυση, μόνον αν αντικρύσουμε με σθένος τις αλλαγές, θα είμαστε σε θέση να τις προσαρμόσουμε στις απαιτήσεις και στις ανάγκες μας καθώς και στις δικές μας πολιτικές, δίνοντας τις λύσεις που έχουν ανάγκη οι πολίτες.
Η ανάγκη επαναπροσδιορισμού του ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, γίνεται ακόμη επιτακτικότερη ενόψει των μεταρρυθμίσεων που, ώριμες πια, βρίσκονται προ των πυλών καθώς φαίνεται να συμπίπτει η βούληση της κυβέρνησης και των κομμάτων με εκείνη των ίδιων των αιρετών. Βρισκόμαστε πλέον σε αναμονή μιας ευρύτερης σημασίας διοικητικής μεταρρύθμισης η οποία δεν αφορά απλώς κάποια επίπεδα διοίκησης, ούτε σταματά στην ισχυροποίηση της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκηση, την οργανωτική και λειτουργική αναβάθμιση της δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης ή τη θεσμοθέτηση μητροπολιτικής διακυβέρνησης.
Οι μεταρρυθμίσεις που σχεδιάζονται θα πετύχουν εφόσον αντιμετωπιστούν όχι ως απλή διοικητική μεταρρύθμιση αυτοδιοικητικών βαθμών και επιπέδων αλλά ως το «κλειδί» μιας ευρύτερης και συνολικότερης μεταρρύθμισης του κράτους που:
θα οδηγήσει σε ένα επιτελικό κράτος, το οποίο θα ενισχύσει το ρυθμιστικό του ρόλο και θα αναβαθμίσει την ικανότητα στρατηγικού σχεδιασμού διαμορφώνοντας τους κατάλληλους μηχανισμούς και τα στελέχη που θα είναι σε θέση να υλοποιήσουν τους στόχους που τίθενται, διασφαλίζοντας συνέργιες μεταξύ των διαφόρων επιπέδων και τομέων διοίκησης και, βέβαια, την ποσοτική, ποιοτική και οικονομική αντιστοίχηση των παραγόμενων αποτελεσμάτων. Μόνον έτσι θα καταστεί δυνατή η διαμόρφωση του κατάλληλου περιβάλλοντος που, με την αποτελεσματική ενσωμάτωση και των νέων τεχνολογιών, θα οδηγήσει σε μια άλλη οικονομική ανάπτυξη, στην επίτευξη αποτελεσμάτων ορατών στους πολίτες.
θα απλοποιήσει τις διαδικασίες με στόχο, τόσο την πάταξη της γραφειοκρατίας (και της συνακόλουθης διαφθοράς) όσο και την προσαρμογή των λειτουργιών της διοικητικής μηχανής στις νέες απαιτήσεις της ψηφιακής διακυβέρνησης οι οποίες αναδύονται διεθνώς επιβάλλοντας και νέες ταχύτητες στην καθημερινότητα και, φυσικά, και στην εξυπηρέτηση των πολιτών
θα ξεκαθαρίσει τον κυκεώνα αρμοδιοτήτων ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα διοίκησης ώστε να πάψουν οι αλληλεπικαλύψεις και τόσο ο πολίτης όσο και ο επιχειρηματίας να απευθύνονται για κάθε θέμα σε έναν και μόνο φορέα που θα έχει ολοκληρωμένες αρμοδιότητες ή, τουλάχιστον, θα έχει πλήρη την ευθύνη για την εξεύρεση της ζητούμενης λύσης
θα οδηγήσει, μέσω της φορολογικής αποκέντρωσης σε μια «Αυτοδιοίκηση της ευθύνης» η οποία, στο πλαίσιο ενός ενιαίου φορολογικού συστήματος, θα έχει την αρμοδιότητα συλλογής κάποιων από τους φόρους που αναλογούν στους πολίτες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι πολίτες θα γνώριζαν πού πάει η φορολογητέα ύλη, και οι δήμοι θα ασκούσαν διοίκηση υπό το βάρος αυτής της πολύ συγκεκριμένης ευθύνης. Με την ταυτόχρονη αλλαγή του τρόπου οργάνωσης της λειτουργίας τους ώστε να ενσωματωθούν οι αρχές του σύγχρονου μάνατζμεντ και με παράλληλη ψηφιοποίηση των διαδικασιών ώστε να υπάρχει η δυνατότητα on line ελέγχου από τους ενδιαφερόμενους, τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, τους ίδιους τους πολίτες, θα είχαμε αποτελεσματικότερη διαχείριση και μεγαλύτερη διαφάνεια
θα επιτρέψει στην Ελλάδα να συμβαδίσει με την περιφερειακή δομή και λειτουργία που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ευρωπαϊκό κεκτημένο, που προϋποθέτει τη συνέργια μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιτελικού κράτους, περιφερειών και τοπικής αυτοδιοίκησης με στόχο τη χάραξη και υλοποίηση πολιτικών στόχων μέσα από ευρύτατες διαδικασίες κοινωνικής αλλά και διοικητικής διαβούλευσης, αποδεικνύει ότι υπάρχει ένα αποτελεσματικό μοντέλο.
Η ανάγκη διοικητικής μεταρρύθμισης δεν προκύπτει απλά ως ανάγκη εναρμόνισης, ή προσαρμογής στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Είναι προϋπόθεση υπέρβασης των δυνάμεων αδράνειας που ταλανίζουν το δημόσιο βίο. Είναι όρος δημιουργίας ενός σύγχρονα οργανωμένου κράτους που θα αξιοποιεί αποτελεσματικά τους δημόσιους πόρους. Σε τελική ανάλυση, κοινός παρανομαστής όλων των μεταρρυθμίσεων είναι ένα λιγότερο συγκεντρωτικό κράτος με επιτελικό ρόλο.
Η υλοποίηση μιας τέτοιας μεταρρύθμισης η οποία θα οδηγήσει το ελληνικό Κράτος σε ριζικό μετασχηματισμό, προϋποθέτει ένα συνολικό σχέδιο που θα ξεφύγει από τον πειρασμό της αποσπασματικότητας που περιόρισε την τελική εμβέλεια τόσων προσπαθειών του παρελθόντος. Η διοικητική μεταρρύθμιση που βρίσκεται προ των πυλών δεν αφορά απλώς κάποια επίπεδα διοίκησης, δεν σταματά στην ισχυροποίηση της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκηση, την οργανωτική και λειτουργική αναβάθμιση της δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης και τη θεσμοθέτηση μητροπολιτικής διακυβέρνησης.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια μεταρρύθμιση που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια νέα πραγματικότητα στη φυσιογνωμία του κράτος που πρέπει να γίνει επιτελικό. Η μεταβίβαση σημαντικών κρατικών αρμοδιοτήτων, από αυτές που αφορούν στην αναπτυξιακή διαδικασία μέχρι εκείνες που άπτονται της οικιστικής ανάπτυξης ή της άσκησης κοινωνικής πολιτικής, θα αλλάξει ριζικά τον τρόπο λειτουργίας των ίδιων των υπουργείων καθώς και της αποκεντρωμένης κρατικής διοίκησης που πρέπει να μάθει να σχεδιάζει και να συντονίζει.
Ειδικότερα όσον αφορά στην Αυτοδιοίκηση, οι Δήμοι οφείλουν να μετατραπούν από μονάδες υλοποίησης μικρότερων ή μεγαλύτερων έργων, διαδικασία που μετά από τρία Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, σε μεγάλο βαθμό έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της, σε μονάδες
αποτελεσματικής προσφοράς ταχύτατων, αποτελεσματικών και λειτουργικών υπηρεσιών για κάθε τομέα δράσης, από την οικονομία μέχρι το περιβάλλον και την κάθε πτυχή της καθημερινότητας
υλοποίησης παρεμβάσεων μεγάλης κλίμακας οι οποίες θα συμβάλλουν στην διαμόρφωση και εξέλιξη των πόλεων, ειδικά της περιφέρειας, σε νέους υπερτοπικούς πόλους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα δημιουργήσουν το κατάλληλο περιβάλλον για τις αλλαγές στην καθημερινότητα του πολίτη και για την ανάπτυξη της τοπικής επιχειρηματικότητας, σε συνεργασία με τον ιδιωτικό και τον κοινωνικό τομέα της οικονομίας.
Η προοπτική του νέου ρόλου της Αυτοδιοίκησης επιβάλλει να αναλογιστούμε πόσα εμπόδια δημιουργεί το γεγονός ότι, ενώ οι Δήμοι καλούνται να διαχειριστούν πολλαπλάσια χρήματα από το πολύ άμεσο παρελθόν, και βέβαια πολλαπλάσιες αρμοδιότητες αλλά και περισσότερες υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό, έχουν διατηρήσει δομές αλλά και αντιλήψεις διοίκησης, διαχείρισης και λειτουργίας που αντιστοιχούν στις ανάγκες της προηγούμενης εποχής. Και επομένως λειτουργούν ως τροχοπέδη κάθε προσπάθειας μετάβασης σε μια νέα εποχή, κάθε προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν νέα «εργαλεία» και να υλοποιηθούν νέοι στόχοι. Στο σημείο που φτάσαμε, δεν έχει νόημα να προχωρήσουμε σε συνένωση των υφιστάμενων αδυναμιών των Δήμων ή και των δευτεροβάθμιων Οργανισμών Αυτοδιοίκησης. Αν μη τι άλλο, γιατί αυτό που θα προκύψει κινδυνεύουμε να μην είναι απλά το άθροισμα αλλά μάλλον το γινόμενο υφιστάμενων αδυναμιών…
Επιπλέον, οι συνενώσεις που θα δημιουργήσουν μεγαλύτερους, κι επομένως πιο απομακρυσμένους από τον πολίτη ΟΤΑ, θέτουν επί τάπητος κι ένα άλλο ζήτημα το οποίο αφορά στην ίδια τη λειτουργία της αυτοδιοίκησης ως δημοκρατικού θεσμού. Αφορούν την ανάγκη να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν λειτουργικές αλλαγές από το ρόλο του δημοτικού συμβουλίου μέχρι την αναβάθμιση των δομών τοπικής εκπροσώπησης. Αφορούν την ανάγκη να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν οι αλλαγές εκείνες της δομής του κάθε Δήμου οι οποίες θα διασφαλίσουν την επαφή και την αμφίδρομη επικοινωνία με τον πολίτη, τη διαφάνεια, το δημόσιο έλεγχο, τη δημόσια λογοδοσία, τη δημόσια διαβούλευση και το δημόσιο μάνατζμεντ: «κλειδιά», όλα, της ίδιας της αποτελεσματικότητας της Αυτοδιοίκησης.
Γι’ αυτό, ακριβώς, ο σχεδιασμός μιας ριζικής διοικητικής μεταρρύθμισης έχει ορισμένα προαπαιτούμενα:
1. Μια συνολική οπτική για τη μεταρρύθμιση που απαιτείται η οποία να αποδειχθεί ικανή να συνθέτει και να εντάσσει τη μεταρρύθμιση της Αυτοδιοίκησης σε ένα συνολικό σχέδιο μεταρρύθμισης του κράτους, της δημόσιας διοίκησης, της οικονομίας, χωρίς αποσπασματικές δράσεις.
2. Την αυτόνομη αντιμετώπιση του ζητήματος της Δημοτικής Διακυβέρνησης ώστε να δούμε το βασικό υποκείμενο της μεταρρύθμισης, τον ίδιο το Δήμο, ως αυτόνομη λειτουργική μονάδα. Ιδίως τώρα που η μεταρρύθμιση θα οδηγήσει σε μεγαλύτερους ΟΤΑ, εκ των πραγμάτων πιο απομακρυσμένους από τον πολίτη, η Αυτοδιοίκηση οφείλει να υπερβεί την εμπεδωμένη αντίληψη να περιμένει τις κρατικές παρεμβάσεις (παρ’ ότι είναι κρίσιμο μέγεθος η υλοποίηση των κρατικών υποχρεώσεων) και να ξαναδεί όλες τις πτυχές της δομής και της λειτουργίας του Δήμου. Ενδεικτικά:
με την εισαγωγή μεθόδων δημόσιου μάνατζμεντ που θα έδινε στους αιρετούς τη δυνατότητα να αναβαθμίσουν τον ίδιο τον πολιτικό τους ρόλο μέσω της αυξημένης ικανότητας διεύθυνσης, διαχείρισης, σχεδιασμού και άσκησης πολιτικής στον κάθε Δήμο
με την αναβάθμιση της λειτουργίας του δημοτικού συμβουλίου σε όργανο σχεδιασμού, διαβούλευσης, θεσμοθέτησης των τοπικών κανόνων λειτουργίας
με την ενίσχυση θεσμών διαβούλευσης και κοινωνικής συμμετοχής που θα καταστήσουν το Δήμο «καρδιά» κάθε περιοχής, και εγγυητή της ανασυγκρότησης του κοινωνικού ιστού με σαφείς κανόνες και ρυθμιστικό πλαίσιο
με την εισαγωγή νέων τεχνολογιών οι οποίες θα διασφαλίσουν τόσο την αποτελεσματικότερη, και επομένως και ταχύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών όσο και τη διαφάνεια στη λειτουργία του δήμου ενώ ταυτόχρονα θα δημιουργήσουν το δημόσιο ψηφιακό υπόβαθρο για την ανάπτυξη της νέας τοπικής επιχειρηματικότητας αλλά και για την προώθηση εκπαιδευτικών ή ψυχαγωγικών δράσεων στην περιοχή
με την διαμόρφωση ενός πλαισίου προσέλκυσης του κατάλληλου για τις νέες δομές και ανάγκες ανθρώπινου δυναμικού το οποίο θα σταθεί δίπλα στο υφιστάμενο προσωπικό και σταδιακά, με την αποχώρησή του λόγω συνταξιοδότησης, θα το αντικαταστήσει έτσι ώστε οι νέοι ΟΤΑ να έχουν πλέον ένα υψηλής εξειδίκευσης προσωπικό, αντίστοιχο των αρμοδιοτήτων που καλούνται να φέρουν εις πέρας. Το πλαίσιο προσέλκυσης ανθρώπινου δυναμικού θα πρέπει, λαμβάνοντας υπόψη την έως τώρα εμπειρία, να διασφαλίζει τόσο την αξιοκρατική επιλογή όσο και την ταχύτητα στην επιλογή.
με τη διαφοροποίηση του υφιστάμενου και χαμηλού πλαισίου αμοιβών ώστε να γίνει ρεαλιστική η αναζήτηση υψηλής εξειδίκευσης προσωπικού και ειδικά στελεχών υψηλών προσόντων
με την αναβάθμιση της παροχής υπηρεσιών υψηλότερου επιπέδου, υπηρεσιών που να είναι ταχύτερες και λιγότερο δαπανηρές. Αυτό το αίτημα, άλλωστε, αποτελεί την ουσία της λειτουργίας της σύγχρονης Αυτοδιοίκησης
με την αναβάθμισης της σχέσης με τον πολίτη που πρέπει να γίνει κεντρικό αντικείμενο της λειτουργίας του Δήμου που καλείται πλέον να διαδραματίσει κομβικό ρόλο στην ανασύσταση των τοπικών κοινωνιών
3. Η συνολική μεταρρύθμιση του Κράτους δεν πρέπει να συμπιεστεί χρονικά. Εξ’ αρχής θα πρέπει να δοθεί ο αναγκαίος χρόνος για την υλοποίηση της μεταρρύθμισης, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο θα υλοποιηθεί –από την πραγματικότητα του Δ’ ΚΠΣ που ήδη αρχίζει να «τρέχει» μέχρι τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις που σχεδιάζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και τις οικονομικές αλλαγές που συντελούνται.
Το μεταβατικό στάδιο είναι εξαιρετικά κρίσιμο για την ευόδωση του εγχειρήματος. Άλλωστε, απαιτείται ικανός χρόνος για να μπορέσει να τεθεί σε λειτουργία ένα πλήρες επιχειρησιακό σχέδιο μετάβασης από τη σημερινή μορφή του κράτους και της αυτοδιοίκησης στην αυριανή. Ένα επιχειρησιακό σχέδιο που, προικισμένο με τους απαραίτητους πόρους, να συντονίζεται από μια ισχυρή δομή με ευρεία νομιμοποίηση ώστε να συγκεντρώσει τις ευρύτερες αναγκαίες συναινέσεις, να ανταπεξέλθει σε ισχυρές αντιστάσεις και να διασφαλίσει την απαραίτητη συνέχεια του κράτους. Η μετάβαση από το σημερινό συγκεντρωτικό μοντέλο σε ένα αποκεντρωμένο μοντέλο διοίκησης και διαχείρισης δεν είναι απλή υπόθεση για να πραγματοποιηθεί με σχέδια επί χάρτου. Με δεδομένη την εμπλοκή στο εγχείρημα δεκάδων υπηρεσιών, πρέπει να διασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση και προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα καθώς και οι δυνατότητες διορθωτικών παρεμβάσεων κατά τη διάρκεια της πορείας.
4. Κατά το μεταβατικό στάδιο η μεταρρύθμιση θα πρέπει να καθοδηγηθεί από ισχυρές δομές με ισχυρή νομιμοποίηση και με τη συμμετοχή της Αυτοδιοίκησης οι οποίες θα υποστηρίξουν επιχειρησιακά την πορεία και θα επιλέγουν λύσεις που θα εξυπηρετούν τις πραγματικές ανάγκες. Σε αντίστοιχες περιστάσεις σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες την παρακολούθηση και το συντονισμό της όλης προσπάθειας, ευθέως ή εμμέσως, είχε χρεωθεί η ίδια η κορυφή της Κυβέρνησης. Είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος να ξεπεραστούν οι αντιστάσεις και οι αδράνειες ενός γραφειοκρατικού και βαθιά συγκεντρωτικού κρατικού μηχανισμού που με τη νοοτροπία του έχει διαποτίσει και μια μερίδα του πολιτικού δυναμικού της χώρας
Με την κατάθεση των προτάσεων της Αυτοδιοίκησης, από τα Συνέδρια της ΕΝΑΕ και της ΚΕΔΚΕ, η διοικητική μεταρρύθμιση θα γίνει αντικείμενο δημοσίου διαλόγου, δημόσιας διαβούλευσης μεταξύ όλων των εμπλεκομένων με στόχο τη θεσμοθέτηση ενός πλαισίου που να αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας της «κρατικής μηχανής». Η ευκαιρία είναι μεγάλη, μοναδική θα μπορούσε να πει κανείς. Και η όλη προσπάθεια ξεκινά με καλές προϋποθέσεις.
Κατ’ αρχήν, έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για μια ευρύτερη αλλαγή του κράτους η οποία δεν αποτελεί πλέον απλό αίτημα δημοκρατικής μεταρρύθμισης αλλά όρο και προϋπόθεση για την ίδια την ανάπτυξη της χώρας.
Η κυβέρνηση δείχνει διατεθειμένη να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση. Ο υπουργός Εσωτερικών, μάλιστα, δηλώνει πως αναμένει τις προτάσεις της ίδιας της Αυτοδιοίκησης, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας, ως βάση συζήτησης. Μιας συζήτησης στην οποία δείχνουν διατεθειμένα να εισφέρουν με ανάλογους προβληματισμούς και σχεδόν όλες οι πολιτικές δυνάμεις που με τις θέσεις τους έχουν δείξει να συμφωνούν επί της αρχής αλλά και σε πολλά από τα επιμέρους μιας ευρύτερης διοικητικής μεταρρύθμισης που, προωθώντας την αποκέντρωση, θα μετατρέψει την κεντρική διοίκηση, το κράτος, σε επιτελικό όργανο συντονισμού και σχεδιασμού.
Η αναγκαιότητα μιας καλά προετοιμασμένης και πολύ ευρύτερης μεταρρύθμισης έχει ωριμάσει στους κόλπους της ίδιας της Αυτοδιοίκησης που την παλεύει και την επεξεργαζόταν εδώ και χρόνια αλλά από διαφορετικές οπτικές γωνίες που τώρα πια δείχνουν να συγκλίνουν. Οι ηγεσίες της Ένωσης Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδος (ΕΝΑΕ) και της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (ΚΕΔΚΕ) δείχνουν ότι θέλουν και μπορούν να προωθήσουν τις αναγκαίες αλλαγές.
Επιπλέον, μετά από τόσα χρόνια ενασχόλησης με το «επίδικο» αντικείμενο, υπάρχουν επιστημονικά τεκμηριωμένες μελέτες οι οποίες αποτελούν μια επαρκή βάση συζήτησης αλλά και σχεδιασμού της ίδιας της μεταρρύθμισης καθώς αναδεικνύουν στην ολότητά τους τα θέματα που πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω. Και εισηγούνται αρκετές κατευθύνσεις που θα μπορούσαν να ακολουθηθούν για τον αποτελεσματικό σχεδιασμό της μεταβατικής περιόδου, που έχει αποδειχθεί πως είναι η κρισιμότερη παράμετρος για την πετυχημένη υλοποίηση μιας μεταρρύθμισης τέτοιου βεληνεκούς.
Κίνδυνοι; Υπάρχουν. Οι συνήθεις. Να επιδειχθεί έλλειψη σοβαρής ενασχόλησης, από οποιαδήποτε πλευρά. Να εμπλακεί το εγχείρημα σε μικροκομματικού χαρακτήρα αντιπαραθέσεις. Να λείψει η στοιχειώδης επίγνωση του βάθους αυτής της μεταρρύθμισης. Να μην δοθεί η πρέπουσα σημασία στην προετοιμασία της, να αντιμετωπιστεί βιαστικά και επιπόλαια, χωρίς να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος για την ομαλή μετάβαση από το σήμερα στο προσεχτικά σχεδιασμένο αύριο. Και αυτή είναι μια κρίσιμη παράμετρος, όπως αποδεικνύει η απλή παρατήρηση όλων των επιτυχημένων μεταρρυθμίσεων που έχουν γίνει σε τόσες άλλες χώρες. Ένας ύστατος, αλλά διόλου τελευταίος από πλευράς σπουδαιότητας κίνδυνος: οι αντιστάσεις του «βαθέως κράτους», των συγκεντρωτικών αντιλήψεων που έχουν διαποτίσει το πολιτικό σύστημα.
Με τόσες θετικές προϋποθέσεις, πάντως, θα ήταν πραγματικά κρίμα –«κρίμα και άδικο», που λέει και ο λαός μας- να χαθεί η ευκαιρία να αλλάξει, όχι απλά ο διοικητικός χάρτης της χώρας αλλά η ίδια η αντίληψη, η λειτουργία και οι δομές της διοίκησης στην Ελλάδα. Ίσως να είναι η τελευταία ευκαιρία.

του Γιάννη Καλογήρου,

Ο ρόλος του κράτους και των δημόσιων πολιτικών στην αναζωογόνηση του ελληνικού αναπτυξιακού μοντέλου με επίκεντρο τη γνώση

1. Ο ρόλος του κράτους στη διαμόρφωση της ικανότητας αποδοτικής και αποτελεσματικής προσαρμογής μιας σύγχρονης οικονομίας στις διεθνείς εξελίξεις
Η ικανότητα αποδοτικής και αποτελεσματικής προσαρμογής μιας οικονομίας στις ευρύτερες τεχνολογικές, οικονομικές, κοινωνικές και γεωπολιτικές μεταβολές αποτελεί θεμελιώδη προσδιοριστικό παράγοντα της μακροχρόνιας βιωσιμότητάς της. Ειδικότερα, η προσαρμοστική ικανότητα μιας οικονομίας συνδέεται με τη δυνατότητα της συγκεκριμένης κοινωνίας στην οποία αναφέρεται να παράγει, να αποκτάει και να χρησιμοποιεί τη γνώση- και ευρύτερα να μαθαίνει- καθώς και με τη διαμόρφωση ενός κλίματος, ενός θεσμικού πλαισίου και ευρύτερα ενός περιβάλλοντος που ενθαρρύνει τον πειραματισμό, την καινοτομία, την ανάληψη πρωτοβουλιών με υπολογισμένο ρίσκο σε συνδυασμό με την προώθηση δημιουργικών δραστηριοτήτων κάθε είδους. Και στην εξέλιξη αυτή- είτε προς θετική είτε προς αρνητική κατεύθυνση- ο ρόλος του κράτους έχει αποδειχθεί καθοριστικός.
Βέβαια, μια ιστορική θεώρηση των πραγμάτων δείχνει ότι η μεταβαλλόμενη δομή των οικονομιών και οι αντίστοιχες αλλαγές στην ιεράρχηση των εκάστοτε κοινωνικο-οικονομικών προτεραιοτήτων οδηγούν σε έναν κατά εποχές επαναπροσδιορισμό των σχέσεων κράτους και οικονομίας καθώς και του αντίστοιχου καταμερισμού των λειτουργιών μεταξύ δημόσιας παρέμβασης και ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Παρά τις κινήσεις αυτές του εκκρεμούς μεταξύ δημόσιας παρέμβασης και ιδιωτικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας, η ιστορική πείρα δείχνει ότι τελικώς καμιά σύγχρονη οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς κάποιου είδους συντονιστική και ρυθμιστική δραστηριότητα του κράτους. Όμως, οι μορφές της δημόσιας παρέμβασης εξελίσσονται και μεταβάλλονται διαχρονικά, ενώ η κάθε φορά ισορροπία στη δυναμική των θεσμών και των αγορών, είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα κοινωνικο-πολιτικών συγκρούσεων, αντιληπτών παρενεργειών/ αποτυχιών είτε της κρατικής οικονομικής δραστηριότητας είτε του υπερβολικού ανοίγματος στις δυνάμεις της αγοράς σε συνδυασμό με μια σύνθετη διεργασία κοινωνικής μάθησης.
Ακόμη περισσότερο στο νέο διεθνές περιβάλλον (παγκοσμιοποίηση, εντεινόμενος διεθνής ανταγωνισμός με τη δυναμική είσοδο νέων οικονομικών υποκειμένων στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, αυξανόμενο ειδικό βάρος της γνώσης στο παραγόμενο προϊόν) η στρατηγική σημασία που αποδίδεται στην κατανομή πόρων για επένδυση στη γνώση, το ανθρώπινο δυναμικό και την οικοδόμηση υποδομών και δικτύων γνώσης γίνεται βασικός προσδιοριστικός παράγοντας της ανταγωνιστικής θέσης μιας οικονομίας στη διεθνή σκηνή. Και στη διεργασία αυτή η παρουσία του κράτους είναι αναγκαία, ειδικότερα καθώς ο μηχανισμός της αγοράς δεν φαίνεται να λειτουργεί αποτελεσματικά (αποτυχία της αγοράς και ευρύτερα συστημική αποτυχία) σε σχέση με τις μακροχρόνιες επιπτώσεις επενδυτικών επιλογών που συνδέονται με την τεχνολογική αλλαγή και τις αλλαγές στη δημιουργία και τη διάχυση της γνώσης.
2. Η ελληνική περίπτωση: Οικονομική μεγέθυνση; Έχουμε. Οικονομία της γνώσης; Απέχουμε
Η ελληνική οικονομία παραμένει, αν και με κάποια σχετική επιβράδυνση μετά το 2004, σε μια τροχιά μακρόχρονης ισχυρής μεγέθυνσης, που δρομολογήθηκε μετά το 1994. Η τάση αυτή- που η σημασία της είχε υποβαθμισθεί από πολλούς στο πρόσφατο παρελθόν για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας - αποτελεί ένα μέτρο της μακράς επιτυχούς πορείας που διανύει μετά το 1994 η ελληνική οικονομία. Σε τελευταία ανάλυση, η μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση είναι ίσως η πιο σημαντική- αν και όχι η αποκλειστική- όψη της καλής επίδοσης μιας οικονομίας. Η εξέλιξη αυτή αποκτά μεγαλύτερη αξία, αν ειδωθεί στο πλαίσιο της ευρύτερης ιστορικής διαδρομής της ελληνικής οικονομίας. Στην ουσία, πρόκειται για το τρίτο ισχυρό κύμα μεγέθυνσης στον οικονομικό βίο του νεοελληνικού κράτους.
Ποια, όμως, είναι η κινούσα δύναμη του σύγχρονου ισχυρού αναπτυξιακού κύματος; Επιγραμματικά, η αξιοποίηση από την πολιτική ηγεσία δύο ισχυρών εξωτερικών καταναγκασμών (ένταξη στην ΟΝΕ το 2001 και Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004) για την εισαγωγή στοιχείων πειθαρχίας στο «σύστημα διακυβέρνησης και προγραμματισμού» της χώρας και για την κινητοποίηση παραγωγικών και κοινωνικών δυνάμεων και πόρων με δύο σημαντικούς στόχους: μακροοικονομική σταθεροποίηση και έγκαιρη πραγματοποίηση μεγάλων και αναγκαίων σύγχρονων έργων υποδομής. Τα αποτελέσματα απτά. Το οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον βελτιώνεται δραστικά. Η οικονομία απεμπλέκεται από τη χρόνια μακροοικονομική καθήλωση της ανάπτυξής της. Διευκολύνονται η αναδιάρθρωση, η μεγέθυνση αλλά και η γεωγραφική επέκταση κλάδων και επιχειρήσεων - τόσο της μεταποίησης όσο και των υπηρεσιών. Παράλληλα, υλοποιούνται με επιτυχία- και με τη χρηματοδοτική συνδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης- σημαντικά και μεγάλα επενδυτικά έργα υποδομής. Τα έργα αυτά συνεισφέρουν διττά: στην ισχυρή αναπτυξιακή ώθηση της περιόδου, αλλά και στην αποτελεσματικότερη λειτουργία του οικονομικού συστήματος σε πιο μακροχρόνια βάση. Η ώθηση αυτή αποδείχθηκε ικανή να διατηρήσει τη μεγεθυντική ορμή της ελληνικής οικονομίας και στη μετά-ολυμπιακή περίοδο, παρά τη σημαντική συρρίκνωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων στα προ του 1997 επίπεδα, τον περιορισμό της μόχλευσης κοινοτικών πόρων, την απουσία κεντρικού αναπτυξιακού στόχου που να κινητοποιεί τις παραγωγικές δυνάμεις και την κοινωνία σε συνδυασμό με την επικράτηση ενός κλίματος μειωμένων προσδοκιών. Tην ίδια ώρα, στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας παρουσιάζει ορισμένες επικίνδυνες διαρθρωτικές αδυναμίες. Αναδεικνύεται ένα είδος «δομικής κόπωσης», καθώς τομείς και κλάδοι που στήριξαν την ανάπτυξη εμφανίζουν μια τάση να φρενάρουν, ενώ η βάση της συνεχιζόμενης μεγέθυνσης γίνεται πιο εύθραυστη, καθώς στηρίζεται όλο και περισσότερο στον δανεισμό των καταναλωτών, που εν τω μεταξύ έχει αποκτήσει υπερβολική αυξητική δυναμική. Η κατάσταση αυτή μπορεί να επιδεινωθεί αν η πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση στις ΗΠΑ περάσει και στην πραγματική οικονομία των ευρωπαϊκών χωρών. Μακροπρόθεσμα, με δεδομένη την αυξανόμενη και σταδιακά αναβαθμιζόμενη παρουσία νέων οικονομικών υποκειμένων στην παγκόσμια αγορά, το κύριο πρόβλημα εντοπίζεται στη θέση του παραγωγικού και επιχειρηματικού συστήματος της χώρας μας στον εξελισσόμενο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Το ελληνικό παραγωγικό σύστημα φαίνεται να έχει περιέλθει σε μια κατάσταση «εγκλωβισμού» στο πεδίο των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων. Δυσκολεύεται να απαντήσει σε μιαν αμφίπλευρη ανταγωνιστική πίεση που προέρχεται τόσο από χώρες χαμηλού κόστους εργασίας- που δεν είναι πια μόνον ανειδίκευτη αλλά διαρκώς αναβαθμίζεται- όσο και από «ποιοτικά υπέρτερους παραγωγούς» που δραστηριοποιούνται σε χώρες υψηλού βιοτικού επιπέδου και σημαντικών τεχνολογικών και παραγωγικών ικανοτήτων. Μακροσκοπικά, η κατάσταση αυτή γίνεται αντιληπτή από τον σχετικά μικρό αριθμό επώνυμων ελληνικών προϊόντων στη διεθνή αγορά και την απουσία μιας κρίσιμης μάζας μεγάλων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων με διεθνή παρουσία, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί σε ορισμένους κλάδους (π.χ. τράπεζες, τρόφιμα, μη μεταλλικά ορυκτά) και σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές. Πιο συστηματικά, αποτυπώνεται στην υποβάθμιση της θέσης της χώρας μας στις συγκριτικές κατατάξεις της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, που μετά από μια άνοδο κατά 10 θέσεις στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, φθάνοντας στην 30η και υψηλότερη το 2000, κατρακύλησε στην 50η το 2005. Αλλά, και η συνεχής υποχώρηση στον δείκτη δικτυακής ετοιμότητας, που αντανακλά το επίπεδο αξιοποίησης των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών (56η θέση το 2007 έναντι 48ης το 2006, ακόμη και η μείωση του ήδη χαμηλού ποσοστού του ΑΕΠ που διατίθεται για την έρευνα (από 0.64% σε 0.57%) είναι ενδεικτικά χαρακτηριστικά της επιδείνωσης της θέσης της χώρας στις διεθνείς κατατάξεις που συνδέονται με την ερευνητική και τεχνολογική δραστηριότητα.
Η μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας αντανακλαται και στη διαρκή επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου και στην εκτίναξη του εξωτερικού ελλείμματος στο ύψος ρεκόρ του 14 % του ΑΕΠ. Ευτυχώς, η συμμετοχή της χώρας στη ζώνη του ευρώ απορροφά ομαλά μια τέτοια ισχυρή ανισορροπία. Είναι όμως βιώσιμο, μεσοπρόθεσμα, το σημερινό μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης, που επιπροσθέτως χαρακτηρίζεται από χαμηλή αποδοτικότητα των διαθέσιμων φυσικών και χρηματικών πόρων, υποστηρίζεται από ένα «παντού εμπλεκόμενο» αλλά επί της ουσίας αναπτυξιακά αδύναμο και «μη ευφυές» κράτος και κυρίως στηρίζεται σε σχετικά περιορισμένη αξιοποίηση της τεχνολογίας, της καινοτομίας και της έρευνας; Με ένα τέτοιο προφίλ έχει άραγε τις προϋποθέσεις η ελληνική οικονομία να συνεχίσει μια πορεία απρόσκοπτης μεγέθυνσης και διατήρησης/βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου της ελληνικής κοινωνίας; Αρκεί το ιστορικά διαμορφωμένο πλεονέκτημα της πολύ μεγάλης ευελιξίας προσαρμογής σε συνδυασμό με τη μεγάλη κινητικότητα στην αγορά που δημιουργεί εισοδήματα; Αρκούν οι «από τα κάτω» κινήσεις του δυναμικού διεθνοποιημένου τμήματος του επιχειρηματικού τομέα που διευκολύνονται από τη διεύρυνση του χώρου επιχειρηματικής δράσης στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και τη νέα βαλκανική «ενδοχώρα» για να συντηρηθεί η δυναμική της μεγέθυνσης; Το πρόβλημα της αναζωογόνησης του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας εκκρεμεί.
Στην αναζήτηση αυτή, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα της πρόσφατης έρευνας MIT για τις στρατηγικές επιβίωσης και επιτυχίας των διεθνοποιημένων επιχειρήσεων. Συνοπτικά: Η φθηνή εργασία δεν είναι η πιο αποτελεσματική απάντηση στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Η ικανότητα για καινοτομία και μάθηση είναι ο βασικός παράγοντας που προσδιορίζει τη βιωσιμότητα μιας επιχείρησης ή ενός κλάδου μακροχρονίως. Το κράτος έχει ένα μείζονα ρόλο να επιτελέσει στη δημιουργία του αντίστοιχου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, αλλά δεν υπάρχει ένα μοναδικό σύνολο πολιτικών και θεσμών κατάλληλο για όλες τις οικονομίες και όλες τις επιχειρήσεις, καθώς υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές του καπιταλισμού, που αντανακλούν διαφορετικές ιστορικές και πολιτισμικές παραδόσεις.
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και πολλές σύγχρονες αναπτυξιακές θεωρήσεις. Μια δημοφιλής τέτοια προσέγγιση είναι το μοντέλο των “3Ts” (Technology, Talent, Tolerance) που υποστηρίζει, ότι η μεγέθυνση στις αναπτυγμένες οικονομίες μπορεί να ευδοκιμήσει σε περιοχές όπου η παρουσία ενός δημιουργικού, καταρτισμένου και μορφωμένου ανθρώπινου δυναμικού συνδυάζεται με την αξιοποίηση της τεχνολογίας σε ένα ανεκτικό και ανοικτό περιβάλλον που επιτρέπει τον πειραματισμό και τη δημιουργικότητα.
Στα καθ΄ ημάς είναι προφανές ότι δεν υπάρχουν έτοιμες απαντήσεις ή συνταγές. Υπάρχουν όμως βασικές επιλογές. Αν αποκλείσουμε την επιλογή «μιας κούρσας προς τα κάτω» μέσω κυρίως δραστικών μειώσεων του κόστους εργασίας (καθιερωμένη συνταγή για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας), που μπορεί κατά την έρευνα του MIT «να θάψει μια επιχείρηση ή μια χώρα σε ανταγωνιστικές ζούγκλες χωρίς ελπίδα απόκτησης ενός διατηρήσιμου πλεονεκτήματος», τότε, η μόνη κοινωνικά αποδεκτή και μακροχρονίως αποτελεσματική επιλογή είναι αυτή του δύσκολου ανηφορικού δρόμου στη διεθνή κλίμακα ανταγωνιστικότητας.
3. Προς ένα νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο: Γνώση για όλους, Τεχνολογία παντού.
Για την υλοποίηση της απαιτητικής, αλλά αναγκαίας αυτής επιλογής, χρειάζεται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που να βασίζεται στη συμφωνία της ελληνικής κοινωνίας ότι η γνώση μπορεί να γίνει η νέα κινούσα δύναμη της αναζωογόνησης του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας. Βασικός πυλώνας για την υλοποίηση μιας τέτοιας επιλογής είναι η συστηματική προώθηση, κατά τα πρότυπα της στρατηγικής ένταξης στην ΟΝΕ στη δεκαετία του 1990- δηλαδή με όραμα, σχέδιο, πολιτική δέσμευση στο ανώτατο επίπεδο και στρατηγική διοίκηση της υλοποίησης- μιας συνολικής στρατηγικής για την παραγωγή, τη διάχυση και τη λειτουργική αξιοποίηση της γνώσης παντού σε συνδυασμό με την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας που βασίζεται στη γνώση. Άλλωστε, η γνώση δεν συνδέεται μόνον με τους αποκαλούμενους κλάδους υψηλής τεχνολογίας ούτε προέρχεται αποκλειστικά από την επιστημονική έρευνα. Και οι παραδοσιακοί κλάδοι έχουν πλούσιο γνωσιακό υπόβαθρο, ενώ και η χρήση της τεχνολογίας έχει ιδιαίτερη αναπτυξιακή επίδραση. Επομένως, μια πολιτική αξιοποίησης της γνώσης αναφέρεται σε όλα τα στάδια της «αλυσίδας παραγωγής και διάχυσης της γνώσης» (έρευνα και διάδοση των αποτελεσμάτων της, καινοτομία και χρήση της τεχνολογίας, λειτουργική αξιοποίηση της πληροφορικής και του διαδικτύου, εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες, κατάρτιση, δια βίου μάθηση, διαμόρφωση αξιόπιστων και αποτελεσματικών διαδικασιών δημόσιου διαλόγου και κοινωνικής συμμετοχής, έγκυρη ενημέρωση, δυνατότητες πρόσβασης) και αφορά όλους (δημόσια διοίκηση, επιχειρηματικό τομέα, εκπαιδευτικό κόσμο, κοινωνικές οργανώσεις, πολίτες). Το εγχείρημα είναι πολύ πιο σύνθετο, πιο δύσκολο, πιο απαιτητικό από την ένταξη στην ΟΝΕ. Κυρίως, γιατί προϋποθέτει την εμπλοκή πολλών και την παράλληλη αλλαγή νοοτροπιών, αντιλήψεων, τρόπων σκέψης αλλά και μεθόδων εργασίας. Και η Ελλάδα στα χρόνια που πέρασαν, σημείωσε συγκριτικά πολύ μεγαλύτερη και ταχύτερη οικονομική μεγέθυνση από την εξέλιξη των αντιλήψεων και των νοοτροπιών των πολιτών της.
4. Συγκεκριμένοι χώροι δημόσιας παρέμβασης στο πλαίσιο της στρατηγικής για την αξιοποίησης της γνώσης
Για την επιτυχή υλοποίηση μιας στρατηγικής με επίκεντρο τη γνώση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο μετασχηματισμός του κράτους σε ένα «ευφυές αναπτυξιακό υποκείμενο» με σημαντική αναδιαρθρωτική ικανότητα και αποδοτικότερο/αποτελεσματικότερο σύστημα διαχείρισης πόρων που θα αναβαθμίζει την ικανότητα προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στις συντελούμενες διεθνείς εξελίξεις, απορροφώντας ταυτόχρονα τις αρνητικές παρενέργειες και αποτρέποντας νέου τύπου τεχνολογικούς και κοινωνικούς αποκλεισμούς (π.χ. ψηφιακός αποκλεισμός).
Ειδικότερα, η δημόσια παρέμβαση είναι πρώτα απ΄όλα αναγκαία στους ακόλουθους τομείς:
Στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, στη διαμόρφωση τεκμηριωμένων δημόσιων πολιτικών και στην καθιέρωση διαδικασιών και πρακτικών που εμπλουτίζουν τον δημόσιο διάλογο, ενθαρρύνουν την κοινωνική διαβούλευση και τη συμμετοχή των πολιτών, αποσαφηνίζουν τα οφέλη και τις παρενέργειες των δημόσιων πολιτικών και βελτιώνουν την ποιότητα και την αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων.
Στην αναβάθμιση του δημοσίου συστήματος εκπαίδευσης, ώστε να μετασχηματισθεί σε ένα φορέα αλλαγής προς την οικονομία και την κοινωνία της γνώσης και να μην υποβαθμισθεί σε ένα σύστημα απλής πιστοποίησης τίτλων.
Στην αναβάθμιση του συστήματος έρευνας και καινοτομίας με παρεμβάσεις τόσο στην πλευρά της προσφοράς όσο και της ζήτησης για έρευνα και γνώση [ετήσια σταδιακή αύξηση των δαπανών για την έρευνα ως ποσοστού του ΑΕΠ κατά 0.1% με πρόσθετη σταθερή ροή εθνικών πόρων, συστηματική προσέλκυση ιδιωτικών πόρων για χορηγίες, υποτροφίες που συνδέονται με την ερευνητική δραστηριότητα, καθιέρωση ενός μόνιμου εθνικού προγράμματος έρευνας, μεσοπρόθεσμη στήριξη (3 έως 5 ετών) μετά από διαδικασία αξιολόγησης ερευνητικών ομάδων, λειτουργική ενοποίηση του ερευνητικού χώρου, διασύνδεση της ερευνητικής και καινοτομικής δραστηριότητας με τις λειτουργικές και αναπτυξιακές ανάγκες του δημοσίου τομέα (π.χ. καθιέρωση του ανοιχτού λογισμικού και ανοιχτών προτύπων στο δημόσιο τομέα αντί συμφωνιών με την Microsoft), υποστήριξη των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων ως φορέων μεταφοράς τεχνογνωσίας και ανάπτυξης περιφερειακών συστημάτων καινοτομίας, ένα μακροχρόνιο- και επαρκώς χρηματοδοτούμενο με απλές διαδικασίες- σχέδιο προσέλκυσης ελλήνων και ξένων ερευνητών από τον διεθνή χώρο για να συνεργασθούν για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα με ελληνικές ερευνητικές ομάδες],
Στη δημιουργία και διαχείριση των δημόσιων υποδομών του 21ου αιώνα όπως είναι τα ευρυζωνικά δίκτυα (π.χ. οπτική ίνα στο σπίτι) ώστε να μην περιοριστεί η παρουσία τους σε περιοχές προσοδοφόρες για τον επιχειρηματικό τομέα. Ειδικότερα, αναφορικά με τις ηλεκτρονικές δικτυακές υποδομές, ο λειτουργικός διαχωρισμός των υποδομών από τις υπηρεσίες και η δημόσια διαχείριση των δημόσιων υποδομών φαίνεται να αποτελεί μιαν αναγκαιότητα.
Στην αξιοποίηση του του ρόλου του κράτους ως αγοραστή και διαμορφωτή προτύπων στην υγεία, την εκπαίδευση, το περιβάλλον, την ενέργεια, την αξιοποίηση των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών κ.ά.
Στην αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης ώστε να μπορεί να παρέχει ηλεκτρονικές υπηρεσίες σε πραγματικό χρόνο στους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Στην κάλυψη νέων απαιτήσεων ρύθμισης που ανακύπτουν από την ανάπτυξη και τη διάδοση των νέων τεχνολογιών (βιοτεχνολογία, τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών κ.ά.).
Στον εμπλουτισμό του αποθέματος της δημόσια διαθέσιμης γνώσης (π.χ. ενθάρρυνση της παραγωγής ψηφιακού περιεχομένου στη χώρα μας), που δεν περιορίζεται στη γνώση που παράγει και διαθέτει ο δημόσιος τομέας, αλλά αναφέρεται ευρύτερα στην παραγόμενη και διακινούμενη γνώση μεταξύ κοινωνικών δικτύων και κοινοτήτων γνώσης.