14 Ιουλ 2008

του Κώστα Χρυσόγονου,

Τα καίρια προβλήματα της ελληνικής δικαιοσύνης

Είναι εμφανές ότι η ελληνική δικαιοσύνη αντιμετωπίζει σήμερα μια σειρά από σοβαρά προβλήματα, τα οποία βέβαια δεν είναι αποκλειστικά δικά της, αλλά αποτελούν συνέχεια ή αντανάκλαση γενικότερων προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού μας συστήματος. Θα επιχειρηθεί στη συνέχεια μια προσέγγιση των κυριότερων από αυτά, με στόχο τη διατύπωση προτάσεων-υποθέσεων εργασίας για τον τρόπο αντιμετώπισής τους. Ι. Οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης Η κορυφή του παγόβουνου είναι ασφαλώς η υπερβολική καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων, που εκθέτει μάλιστα διεθνώς τη χώρα μας, αφού προκαλεί σωρεία καταδικαστικών σε βάρος της αποφάσεων από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στην πραγματικότητα όμως η καθυστέρηση συνιστά απλό επιφαινόμενο, δηλ. το αποτέλεσμα μιας σύνθετης σειράς υποκειμένων αιτιών, γι’ αυτό και είναι δύσκολη η αντιμετώπισή της. Για την καθυστερημένη απονομή της δικαιοσύνης δεν ευθύνεται πάντως ο ανεπαρκής δήθεν αριθμός των δικαστικών λειτουργών, ούτε είναι λύση η αύξησή τους. Η Ελλάδα έχει, αναλογικά με τον πληθυσμό της, ίσως τον μεγαλύτερο αριθμό δικαστών από όλα τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά ταυτόχρονα και τον μεγαλύτερο όγκο εκκρεμών υποθέσεων. Σε ό,τι αφορά την ποινική δικαιοσύνη, ο όγκος αυτός οφείλεται κυρίως στην άκριτη ποινικοποίηση από τον κοινό νομοθέτη πολυάριθμων παραβάσεων νόμων χωρίς ουσιαστική ποινική απαξία, επειδή η Διοίκηση, λόγω των δικών της δυσλειτουργιών, δεν είναι σε θέση να ελέγχει την εφαρμογή των νόμων και να επιβάλλει αποτελεσματικές κυρώσεις. Έτσι π.χ. τα αυθαίρετα κτίσματα σπανίως κατεδαφίζονται, επειδή λείπουν τα ανάλογα συνεργεία ή και η πολιτική βούληση, ενώ οι εισαγγελίες και τα ποινικά ακροατήρια υπερφορτώνονται προκειμένου να επιβάλουν στους αυθαιρετούντες ολιγοήμερες ή ολιγόμηνες στερητικές της ελευθερίας ποινές με εξαγορά ή και αναστολή. Έτσι όμως δεν επιτυγχάνεται ούτε αποτελεσματική πρόληψη ούτε αποτελεσματική καταστολή, παρά μόνο καθυστερήσεις στην εκδίκαση άλλων, σοβαρότερων ποινικών υποθέσεων. Ένας περαιτέρω παράγοντας είναι το μηδαμινό κόστος υποβολής μηνύσεων και οι σχεδόν αμελητέες συνέπειες για τον μηνυτή, όταν αυτές είναι αβάσιμες. Σε ό,τι αφορά την πολιτική δικαιοσύνη, οι αιτίες της διόγκωσης του αριθμού των υποθέσεων που την απασχολούν μπορούν να αναζητηθούν κυρίως σε δύο κατευθύνσεις: Πρώτο, στο χαμηλό κόστος πρόσβασης σ΄ αυτήν, το οποίο είναι απότοκο του εξαιρετικά μεγάλου, σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, αριθμού των δικηγόρων και της συνακόλουθης υπερπροσφοράς δικηγορικών υπηρεσιών σε χαμηλές τιμές. Δεύτερο, στη μη επιδίκαση, κατά κανόνα, άξιας λόγου δικαστικής δαπάνης σε βάρος του ηττημένου διαδίκου, με συνέπεια η προσφυγή στη δικαιοσύνη να είναι συχνά αβασάνιστη. Τα δικαστικά και παραδικαστικά κυκλώματα που αποκαλύφθηκαν την προηγούμενη τριετία αποτελούν διαφορετικά συμπτώματα των ίδιων ασθενειών, οι οποίες περιγράφηκαν. Ο δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες αριθμός των δικηγόρων οδηγεί σε φαινόμενα υπερεπαγγελματισμού και αθέμιτου ανταγωνισμού κάθε είδους, με κορύφωση την προθυμία μερικών από αυτούς να συμμετάσχουν σε δωροδοκίες και άλλες αθέμιτες επαφές με δικαστές. Μεγάλος όμως είναι, όπως επισημάνθηκε, και ο αριθμός των δικαστών στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τα δεδομένα των άλλων ευρωπαϊκών κρατών, ενώ οι αποδοχές τους κυμαίνονται σε επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα από εκείνα των ευρωπαίων συναδέλφων τους, έστω και αν ληφθούν υπόψη οι γενικότερες διαφορές μισθών και τιμών. Οι παράγοντες αυτοί αυξάνουν τις πιθανότητες να βρεθούν ανάμεσά τους άνθρωποι με ελαστική συνείδηση. Ως προς τη διοικητική τέλος δικαιοσύνη, στην υπερφόρτωσή της συντελούν οι ίδιες αιτίες όπως και για την πολιτική, αλλά και ένας επιπλέον καθοριστικός παράγοντας. Η δημόσια διοίκηση όχι μόνο παρανομεί με μεγάλη συχνότητα και αναγκάζει τους ιδιώτες να επιζητούν δικαστική προστασία εναντίον της, αλλά ασκεί και ένδικα μέσα σωρηδόν και αδιακρίτως με αποτέλεσμα τον ανώφελο πολλαπλασιασμό των δικών. Πολλές από τις εκκρεμείς ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υποθέσεις οφείλονται στην άρνηση των διοικητικών οργάνων να συμμορφωθούν πλήρως προς προηγηθείσες ακυρωτικές αποφάσεις και άλλες στην επιμονή τους να εφαρμόζουν, σε βάρος των διοικουμένων, νόμους που έχουν κριθεί αντισυνταγματικοί με αποφάσεις ανώτατων δικαστηρίων. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα το Συμβούλιο της Επικρατείας, η σώρευση εκεί αρμοδιοτήτων πρωτοδικείου ή εφετείου σε ακυρωτικές υποθέσεις και αναιρετικού δικαστηρίου οδηγεί στην πράξη σε πολλές περιπτώσεις σε αρνησιδικία, λόγω της χρονικά ανεπίκαιρης πια παροχής δικαστικής προστασίας. Λύσεις για όλα αυτά ασφαλώς υπάρχουν. Εκείνο που δεν υπάρχει είναι η ετοιμότητα των εκάστοτε κυβερνώντων να αναλάβουν το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος των λύσεων, δεδομένου ότι το προσδοκώμενο όφελος, δηλ. η γενικότερη βελτίωση των συνθηκών απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας, θα γίνει αισθητό από τον μέσο πολίτη μακροπρόθεσμα. Το σημείο εκκίνησης, αν υπήρχε η αναγκαία πολιτική βούληση, θα έπρεπε να είναι η καταπολέμηση του δικηγορικού πληθωρισμού. Ο τελευταίος οφείλει να ελεγχθεί στην πηγή του, με τον περιορισμό της αθρόας εισόδου νέων στον κλάδο. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί με τον περιορισμό των εισαγομένων στα τρία Νομικά Τμήματα των Πανεπιστημίων μας, με την αλλαγή επί το αυστηρότερο του συστήματος εξετάσεων για την απόκτηση της άδειας του δικηγόρου, ή ενδεχομένως ακόμη και με τη μεταβολή του χαρακτήρα τους σε διαγωνιστικό (συγκεκριμένος αριθμός οργανικών θέσεων δικηγόρων). Προς την ίδια κατεύθυνση θα μπορούσε να συμβάλλει και η αναδιάρθρωση των νομικών σπουδών, ώστε οι φοιτητές να εντάσσονται σε διαφορετικές κατευθύνσεις από το δεύτερο ή τρίτο έτος, με βάση τις επιλογές αλλά και τις επιδόσεις τους. Παράλληλα χρειάζεται να δοθούν κίνητρα εθελουσίας εξόδου για τους υπάρχοντες δικηγόρους ( π.χ. με την προκήρυξη διαγωνισμών για τη στελέχωση αποκλειστικά από αυτούς θέσεων σε δημόσιες υπηρεσίες όπου απαιτούνται νομικές γνώσεις) και να καθιερωθούν περισσότερα ασυμβίβαστα προς την άσκηση ελεύθερης δικηγορίας (π.χ. για τους εκπαιδευτικούς και όσους απασχολούνται με πάγιες αντιμισθίες). Τα παραπάνω επιμέρους μέτρα πρέπει να συνδυασθούν σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο με συγκεκριμένους αριθμητικούς στόχους, όπως τον περιορισμό των δικηγόρων, σε έναν ορίζοντα δεκαετίας ή δεκαπενταετίας, το πολύ στο ένα τρίτο του σημερινού αριθμού τους. Στο ίδιο σχέδιο θα μπορούσαν να ενταχθούν και άλλες μεταρρυθμίσεις για την εκλογίκευση της κατανομής της δικηγορικής ύλης, όπως η απαγόρευση στους δικηγόρους παρ΄ Αρείω Πάγω να παρίστανται σε κατώτερα δικαστήρια και στους παρ΄ εφέταις να παρίστανται στα πρωτοδικεία (με παροχή στους ήδη υπάρχοντες δικηγόρους της δυνατότητας να επιλέξουν σε ποια κατηγορία θέλουν να ενταχθούν). Ο περιορισμός του δικηγορικού πληθωρισμού πρέπει να συνδυασθεί και με σειρά μέτρων που θα αποσκοπούν στο να καταστήσουν την προσφυγή στη δικαιοσύνη λιγότερο αβασάνιστη και την εξάντληση των δυνατοτήτων εξώδικου συμβιβασμού περισσότερο ελκυστική από ό,τι είναι σήμερα. Ένα τέτοιο μέτρο θα μπορούσε να είναι η υποχρεωτική προσείσπραξη, με τετραπλότυπες αποδείξεις μέσω του οικείου δικηγορικού συλλόγου, όχι μόνο της πάγιας (ανεξαρτήτως ποσού) δικηγορικής αμοιβής, αλλά και των ποσοστιαίων αμοιβών επί του αιτήματος της αγωγής, οι οποίες προβλέπονται ούτως ή άλλως στα άρθρα 100 πρ.1, 107 παρ.1, και 110 παρ.1 του Κώδικα Δικηγόρων. Το σύνολο των προεισπραττόμενων αυτών αμοιβών θα έπρεπε να καταλογίζεται στη συνέχεια, με τη δικαστική απόφαση, στον ηττημένο διάδικο. Περαιτέρω, τα προκαταβλητέα δικαστικά δαπανήματα για την κατάθεση μηνύσεων και αιτήσεων ακυρώσεως ή προσφυγών θα μπορούσαν να αυξηθούν σημαντικά, έτσι ώστε να καλύπτουν ένα μέρος του κόστους που συνεπάγεται για το δημόσιο η σχετική απασχόληση του μηχανισμού της ποινικής και διοικητικής δικαιοσύνης, και βέβαια να επιστρέφονται σε περίπτωση ευδοκίμησης του ένδικου βοηθήματος. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την ποινική δικαιοσύνη, απαιτείται μια εξαιρετικά εκτεταμένη αποποινικοποίηση, ώστε ν΄ απαλλαγούν οι εισαγγελείς και τα ποινικά δικαστήρια από τα ξένα προς τη φύση τους καθήκοντα, τα οποία τα παρεμποδίζουν ουσιαστικά να ανταποκριθούν στην κύρια αποστολή τους. Ακόμη θα έπρεπε, ενόψει της αναλογικής-ουσιαστικής ισότητας που καθιερώνει το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος, οι εξαγοράσιμες ποινές να μην αποτιμώνται σε αριθμητικά προκαθορισμένο ποσό ημερησίως, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά σε ποσοστό επί του φορολογητέου εισοδήματος του κατηγορουμένου (π.χ.1 έως 3 τοις χιλίοις για κάθε μέρα φυλάκισης). Σε ό,τι αφορά τη διοικητική δικαιοσύνη, ο όγκος των υποθέσεων που τη βαρύνει θα μπορούσε να μειωθεί και ο ρυθμός απονομής της να επιταχυνθεί, εάν η συμπεριφορά των οργάνων της διοίκησης υπέκειτο σε αποτελεσματικότερους εσωτερικούς και άλλους προδικαστικούς ελέγχους. Πρέπει συνεπώς να ενισχυθούν οι αρμοδιότητες του Συνηγόρου του Πολίτη, του Σώματος Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Το τελευταίο μάλιστα πρέπει να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο για την αποτροπή άσκησης εκ μέρους της διοίκησης προφανώς αβάσιμων ενδίκων μέσων. Ακόμη θα ήταν ευκταία μια συνολική μεταρρύθμιση της ακυρωτικής δίκης, με δανεισμό στοιχείων από τη δομή της δίκης στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δηλ. με περιορισμό της προφορικότητας της διαδικασίας ώστε να επιτευχθεί η επιτάχυνσή της. Στο πλαίσιο αυτό θα έπρεπε περαιτέρω να μεταφερθούν περισσότερες ακυρωτικές αρμοδιότητες από το Συμβούλιο της Επικρατείας στα Διοικητικά Εφετεία και Πρωτοδικεία.
ΙΙ. Τα ελλείμματα δικαστικής ανεξαρτησίας Ένας δεύτερος μεγάλος κύκλος προβλημάτων, μετά τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, είναι όσα σχετίζονται με την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, εξωτερική και εσωτερική. Στη σχετική πολιτική και επιστημονική συζήτηση υπερτονίζεται συνήθως η πρώτη σε βάρος της δεύτερης. Η συζήτηση για το θέμα της επιλογής της ηγεσίας (πρόεδροι – αντιπρόεδροι) των ανώτατων δικαστηρίων έχει λάβει διαστάσεις μάλλον μεγαλύτερες από την πραγματική σημασία του θέματος. Η επιλογή των παραπάνω από το Υπουργικό Συμβούλιο, μεταξύ των μελών του αντίστοιχου Δικαστηρίου (άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος), αφήνει βέβαια κάποιο περιθώριο επίδρασης της εκτελεστικής στη δικαστική λειτουργία, σχετικοποιώντας έτσι σε ένα βαθμό τη μεταξύ τους διάκριση. Ωστόσο το περιθώριο τούτο είναι μάλλον μικρό σε σχέση με όσα ισχύουν στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου ενίοτε ανατίθεται στο Κοινοβούλιο και/ή στην κυβέρνηση ρόλος στην επιλογή ακόμη και των απλών μελών των ανώτατων δικαστηρίων, προκειμένου προφανώς να διασφαλιστεί μια, έστω έμμεση και περιορισμένη, δημοκρατική νομιμοποίηση τη διαδικασίας επιλογής. Εξάλλου ο καθορισμός της τετραετίας ως μέγιστου χρόνου θητείας των προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων, που έγινε με την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση του 2001, αποτρέπει πια τις θεαματικές ανατροπές της επετηρίδας, οι οποίες είχαν εμφανιστεί τα προηγούμενα χρόνια, προκαλώντας μικρότερο ή μεγαλύτερο θόρυβο και αντιδράσεις κάθε φορά. Οι δικαστικές ενώσεις διεκδικούν την εκλογή της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων από τα μέλη των τελευταίων, με στόχο την πληρέστερη κατοχύρωση της (εξωτερικής) δικαστικής ανεξαρτησίας. Ωστόσο η εκλογή αυτή μπορεί να οδηγήσει σε φαινόμενα συντεχνιασμού και ψηφοθηρίας αντίστοιχα ή και χειρότερα εκείνων που παρατηρήθηκαν σε κάποια από τα κατώτερα δικαστήρια μετά την εφαρμογή της αυτοδιοίκησης (εκλογή των προϊσταμένων από τα μέλη του δικαστηρίου) και άρα σε γενικότερη υποβάθμιση της απόδοσης των ανώτατων δικαστηρίων. Άλλες προτάσεις, όπως η εκλογή από διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα με συμμετοχή κοινοβουλευτικών, δικαστικών, πανεπιστημιακών και δικηγόρων, φαίνονται ακόμη περισσότερο προβληματικές, αφού θα οδηγούσαν σε πολλαπλασιασμό των εξωτερικών επιδράσεων και σε περαιτέρω σχετικοποίηση της δικαστικής ανεξαρτησίας. Συνεπώς μια τυχόν νέα αναθεώρηση του άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος ίσως θα ήταν φρόνιμο να περιοριστεί σε επιμέρους αλλαγές στο ισχύον σύστημα επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων, όπως π.χ. η απαίτηση προηγούμενης υποβολής υποψηφιότητας από τους ενδιαφερόμενους για προαγωγή και δημόσιας ακρόασής τους από αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή. Περαιτέρω θα μπορούσε να τεθεί χρονικό όριο για τη θητεία και των Αντιπροέδρων των ανώτατων δικαστηρίων. Το ζητούμενο δηλαδή θα έπρεπε μάλλον να είναι η διασφάλιση μεγαλύτερης διαφάνειας στη διαδικασία επιλογής, ώστε να περιορισθούν τα περιθώρια αυθαιρεσιών εκ μέρους του Υπουργικού Συμβουλίου, παρά η συνολική ανατροπή της. Οξύ είναι ωστόσο το πρόβλημα της εσωτερικής ανεξαρτησίας, ιδίως για την πολιτική και ποινική δικαιοσύνη. Η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων των παραγράφων 1 έως 4 του άρθρου 90 του Συντάγματος έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι, χωρίς να διασφαλίζει την αξιοκρατία, οδηγεί στον ασφυκτικό έλεγχο της δικαιοδοτικής συμπεριφοράς των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών από τον Άρειο Πάγο. Έτσι όμως τα ηλικιωμένα μέλη του τελευταίου, που για τον λόγο αυτόν εμφορούνται συνήθως στην πλειοψηφία τους από συντηρητικές νομικές και κοινωνικές αντιλήψεις, επηρεάζουν υπέρμετρα την απονομή της δικαιοσύνης. Θα ήταν επομένως χρήσιμη η αναθεώρηση των παραπάνω διατάξεων, κατά τρόπο ώστε να δοθεί στον κοινό νομοθέτη, ενδεχομένως με ειδικές προϋποθέσεις (π.χ. νόμος εφάπαξ εκδιδόμενος και ψηφισμένος με αυξημένη, πέρα και από την απόλυτη, πλειοψηφία), η δυνατότητα να θεσπίσει ένα, δεσμευτικό για τα κρίνοντα όργανα (ανώτατο δικαστικό συμβούλιο ή ολομέλεια του οικείου ανώτατου δικαστηρίου), σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων τουλάχιστον για τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις και αποσπάσεις δικαστών και εισαγγελέων. Συναφές είναι και το πρόβλημα της διακριτικής ευχέρειας των προϊσταμένων δικαστηρίων και εισαγγελιών κατά την ανάθεση των διαφόρων υποθέσεων στα μέλη του αντίστοιχου σχηματισμού. Δεν μπορεί να μείνει εδώ ασχολίαστο το γεγονός ότι στις περισσότερες, αν όχι σε όλες, τις ποινικού ενδιαφέροντος υποθέσεις που βρέθηκαν και στην πολιτική επικαιρότητα την τελευταία τετραετία (απαγωγές Πακιστανών, υποκλοπές, ομόλογα, σκάνδαλο Siemens κ.ά.) η έρευνα των εισαγγελικών αρχών και ειδικότερα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών καρκινοβατεί ή έχει ήδη οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Αντίθετα σε άλλες περιπτώσεις οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές επιδεικνύουν ενίοτε υπερβάλλοντα ζήλο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την υπόθεση του παρ’ ολίγον αυτόχειρα Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού, όπου επιβλήθηκε στην βασική κατηγορούμενη προσωρινή κράτηση, παρά το γεγονός ότι προδήλως έλλειπαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για να διαταχθεί τέτοιο μέτρο. Όλα αυτά δημιουργούν κλίμα καχυποψίας και πλήττουν την εικόνα της δικαιοσύνης στην κοινή γνώμη. Ευκταία θα ήταν συνεπώς η νομοθετική παρέμβαση, ώστε η διακριτική ευχέρεια των προϊσταμένων να περιορισθεί ή και εξαλειφθεί, με την κατανομή των υποθέσεων με βάση πάγια καθ΄ ύλη κριτήρια στα τμήματα ενός δικαστηρίου και με κλήρωση κατά τα λοιπά. Όλα αυτά θα έπρεπε, για να είναι αποτελεσματικά, να συνδυασθούν και με γενικότερη αναβάθμιση του καθεστώτος των λειτουργών της Θέμιδας, με σκοπό την περαιτέρω τόνωση του αυτοσεβασμού και του αισθήματος ανεξαρτησίας και αμεροληψίας τους. Ένα πρόδηλο πρώτο βήμα θα ήταν η καθιέρωση ενός νέου μισθολογίου, ανταποκρινόμενου στη σπουδαιότητα του δικαιοδοτικού λειτουργήματος και σε αναλογία προς τα δεδομένα των άλλων κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό θα έπρεπε όμως να συνοδευθεί από αυστηρότερες προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στον εισαγωγικό διαγωνισμό της Εθνικής Σχολής Δικαστών, όπως βαθμός πτυχίου «άριστα» ή «λίαν καλώς», κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, αντίστοιχου με την κατεύθυνση στην οποία επιθυμεί να διαγωνισθεί ο υποψήφιος, και τουλάχιστον καλή γνώση μιας ή και δύο ξένων γλωσσών. Ακόμη σκόπιμη θα ήταν η καθιέρωση γενικής απαγόρευσης, με ισχύ ακόμη και στα μεγάλα αστικά κέντρα, να υπηρετεί δικαστικός λειτουργός (εκτός βέβαια από εκείνους των ανώτατων δικαστηρίων) στην πόλη όπου είναι διορισμένος ως δικηγόρος συγγενής του έως τρίτου τουλάχιστον βαθμού.
ΙΙΙ. Τα προβλήματα των ειδικών δικαστηρίων των άρθρων 88 παρ.2, 99 και 100 του Συντάγματος. Ένας τρίτος κύκλος προβλημάτων της ελληνικής δικαιοσύνης που χρήζουν ριζοσπαστικής αντιμετώπισης είναι τα σχετικά με τα ειδικά δικαστήρια των άρθρων 88 παρ. 2, 99 και 100 του Συντάγματος. Αρχίζοντας από το τελευταίο, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο θεσπίσθηκε από τον συντακτικό νομοθέτη του 1975 ως ασθενικό υποκατάστατο ενός αυθεντικού συνταγματικού δικαιοδοτικού οργάνου, το οποίο ήταν για ιστορικούς λόγους (κυρίως λόγω της δυσφήμισης της έννοιας του Συνταγματικού Δικαστηρίου από τα χουντικά ψευδοσυντάγματα του 1968 και 1973) δυσχερές να ιδρυθεί τότε. Παρατάθηκε έτσι επ’ αόριστο ο βίος του απηρχαιωμένου και δυσλειτουργικού συστήματος διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Το σύστημα όμως αυτό, με καταγωγή από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αποτελεί πια προφανή αναχρονισμό της ελληνικής συνταγματικής τάξης. Πρέπει και στη χώρα μας να αντιληφθούμε ότι η συνέχιση της ύπαρξης ενός αντισυνταγματικού νόμου, μετά τη δικαστική διάγνωση της αντισυνταγματικότητας αυτής, αποτελεί μείζονα ανωμαλία, υπονομευτική της όλης έννομης τάξης, καθώς και ότι τα συνταγματικά δικαιοδοτικά έργα είναι δυσβάστακτα για τα χωρίς ειδίκευση δικαστήρια. Χρειαζόμαστε επομένως ένα ειδικό συνταγματικό δικαιοδοτικό όργανο, ανάλογο εκείνων που λειτουργούν με επιτυχία εδώ και δεκαετίες στη μεγάλη πλειονότητα των άλλων ευρωπαϊκών κρατών (όπως τα Συνταγματικά Δικαστήρια της Γερμανίας, Ιταλίας και Ισπανίας, το Συνταγματικό Συμβούλιο της Γαλλίας κ.λπ.). Αυτό πρέπει να έχει μόνιμη σύνθεση, από μέλη μακράς θητείας και αποκλειστικής απασχόλησης, εκλεγμένα με αυξημένη πλειοψηφία κυρίως από τη Βουλή, και να διαθέτει, εκτός από τις σημερινές αρμοδιότητες του ΑΕΔ, και την αρμοδιότητα ακύρωσης αντισυνταγματικής διάταξης νόμου, ύστερα από παραπομπή από οποιοδήποτε δικαστήριο θεωρεί ότι μια τέτοια διάταξη, κρίσιμη για τη διάγνωση επίδικης διαφοράς, είναι αντισυνταγματική. Ευκταίο θα ήταν επίσης να του ανατεθεί η δικαιοδοτική επίλυση διαφορών σχετικών με το κύρος της εκλογής και των ρυθμιστικών διαταγμάτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος θα καθίστατο περιττό και θα έπρεπε να καταργηθεί ταυτόχρονα με την ίδρυση ειδικού συνταγματικού δικαιοδοτικού οργάνου, αφού τα ζητήματα συνταγματικότητας του δικαστικού μισθολογίου θα επιλύονταν erga omnes από αυτό το τελευταίο, ενώ για τα υπόλοιπα αρκούν τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Περιττό είναι όμως και το ειδικό δικαστήριο αγωγών κακοδικίας, του άρθρου 99 του Συντάγματος, αφού όλες αυτές οι αγωγές απορρίπτονται, με αποτέλεσμα η αστική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών να είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Επομένως θα ήταν ειλικρινέστερο να καταργηθεί, ή αλλιώς να μετατραπεί σε δικαστήριο αστικής ευθύνης του δημοσίου από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις δικαστικών λειτουργών, με πειθαρχική μόνο ευθύνη των τελευταίων.Συμπερασματικά θα μπορούσε να επισημανθεί ότι στη δικαιοσύνη, όπως και σε άλλους τομείς του ελληνικού δημόσιου βίου, ενδημούν καίρια προβλήματα, τα οποία έχουν ήδη δρομολογήσει μια τροχιά παρακμής που θα γίνεται ολοένα πιο αισθητή με την πάροδο του χρόνου. Εάν θέλουμε να αντιστρέψουμε την τροχιά αυτή, πρέπει να βρούμε, ως πολιτική κοινωνία, το θάρρος για ριζοσπαστικές λύσεις και μάλιστα χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: