14 Ιουλ 2008

του Γιάννη Καλογήρου,

Ο ρόλος του κράτους και των δημόσιων πολιτικών στην αναζωογόνηση του ελληνικού αναπτυξιακού μοντέλου με επίκεντρο τη γνώση

1. Ο ρόλος του κράτους στη διαμόρφωση της ικανότητας αποδοτικής και αποτελεσματικής προσαρμογής μιας σύγχρονης οικονομίας στις διεθνείς εξελίξεις
Η ικανότητα αποδοτικής και αποτελεσματικής προσαρμογής μιας οικονομίας στις ευρύτερες τεχνολογικές, οικονομικές, κοινωνικές και γεωπολιτικές μεταβολές αποτελεί θεμελιώδη προσδιοριστικό παράγοντα της μακροχρόνιας βιωσιμότητάς της. Ειδικότερα, η προσαρμοστική ικανότητα μιας οικονομίας συνδέεται με τη δυνατότητα της συγκεκριμένης κοινωνίας στην οποία αναφέρεται να παράγει, να αποκτάει και να χρησιμοποιεί τη γνώση- και ευρύτερα να μαθαίνει- καθώς και με τη διαμόρφωση ενός κλίματος, ενός θεσμικού πλαισίου και ευρύτερα ενός περιβάλλοντος που ενθαρρύνει τον πειραματισμό, την καινοτομία, την ανάληψη πρωτοβουλιών με υπολογισμένο ρίσκο σε συνδυασμό με την προώθηση δημιουργικών δραστηριοτήτων κάθε είδους. Και στην εξέλιξη αυτή- είτε προς θετική είτε προς αρνητική κατεύθυνση- ο ρόλος του κράτους έχει αποδειχθεί καθοριστικός.
Βέβαια, μια ιστορική θεώρηση των πραγμάτων δείχνει ότι η μεταβαλλόμενη δομή των οικονομιών και οι αντίστοιχες αλλαγές στην ιεράρχηση των εκάστοτε κοινωνικο-οικονομικών προτεραιοτήτων οδηγούν σε έναν κατά εποχές επαναπροσδιορισμό των σχέσεων κράτους και οικονομίας καθώς και του αντίστοιχου καταμερισμού των λειτουργιών μεταξύ δημόσιας παρέμβασης και ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Παρά τις κινήσεις αυτές του εκκρεμούς μεταξύ δημόσιας παρέμβασης και ιδιωτικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας, η ιστορική πείρα δείχνει ότι τελικώς καμιά σύγχρονη οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς κάποιου είδους συντονιστική και ρυθμιστική δραστηριότητα του κράτους. Όμως, οι μορφές της δημόσιας παρέμβασης εξελίσσονται και μεταβάλλονται διαχρονικά, ενώ η κάθε φορά ισορροπία στη δυναμική των θεσμών και των αγορών, είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα κοινωνικο-πολιτικών συγκρούσεων, αντιληπτών παρενεργειών/ αποτυχιών είτε της κρατικής οικονομικής δραστηριότητας είτε του υπερβολικού ανοίγματος στις δυνάμεις της αγοράς σε συνδυασμό με μια σύνθετη διεργασία κοινωνικής μάθησης.
Ακόμη περισσότερο στο νέο διεθνές περιβάλλον (παγκοσμιοποίηση, εντεινόμενος διεθνής ανταγωνισμός με τη δυναμική είσοδο νέων οικονομικών υποκειμένων στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, αυξανόμενο ειδικό βάρος της γνώσης στο παραγόμενο προϊόν) η στρατηγική σημασία που αποδίδεται στην κατανομή πόρων για επένδυση στη γνώση, το ανθρώπινο δυναμικό και την οικοδόμηση υποδομών και δικτύων γνώσης γίνεται βασικός προσδιοριστικός παράγοντας της ανταγωνιστικής θέσης μιας οικονομίας στη διεθνή σκηνή. Και στη διεργασία αυτή η παρουσία του κράτους είναι αναγκαία, ειδικότερα καθώς ο μηχανισμός της αγοράς δεν φαίνεται να λειτουργεί αποτελεσματικά (αποτυχία της αγοράς και ευρύτερα συστημική αποτυχία) σε σχέση με τις μακροχρόνιες επιπτώσεις επενδυτικών επιλογών που συνδέονται με την τεχνολογική αλλαγή και τις αλλαγές στη δημιουργία και τη διάχυση της γνώσης.
2. Η ελληνική περίπτωση: Οικονομική μεγέθυνση; Έχουμε. Οικονομία της γνώσης; Απέχουμε
Η ελληνική οικονομία παραμένει, αν και με κάποια σχετική επιβράδυνση μετά το 2004, σε μια τροχιά μακρόχρονης ισχυρής μεγέθυνσης, που δρομολογήθηκε μετά το 1994. Η τάση αυτή- που η σημασία της είχε υποβαθμισθεί από πολλούς στο πρόσφατο παρελθόν για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας - αποτελεί ένα μέτρο της μακράς επιτυχούς πορείας που διανύει μετά το 1994 η ελληνική οικονομία. Σε τελευταία ανάλυση, η μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση είναι ίσως η πιο σημαντική- αν και όχι η αποκλειστική- όψη της καλής επίδοσης μιας οικονομίας. Η εξέλιξη αυτή αποκτά μεγαλύτερη αξία, αν ειδωθεί στο πλαίσιο της ευρύτερης ιστορικής διαδρομής της ελληνικής οικονομίας. Στην ουσία, πρόκειται για το τρίτο ισχυρό κύμα μεγέθυνσης στον οικονομικό βίο του νεοελληνικού κράτους.
Ποια, όμως, είναι η κινούσα δύναμη του σύγχρονου ισχυρού αναπτυξιακού κύματος; Επιγραμματικά, η αξιοποίηση από την πολιτική ηγεσία δύο ισχυρών εξωτερικών καταναγκασμών (ένταξη στην ΟΝΕ το 2001 και Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004) για την εισαγωγή στοιχείων πειθαρχίας στο «σύστημα διακυβέρνησης και προγραμματισμού» της χώρας και για την κινητοποίηση παραγωγικών και κοινωνικών δυνάμεων και πόρων με δύο σημαντικούς στόχους: μακροοικονομική σταθεροποίηση και έγκαιρη πραγματοποίηση μεγάλων και αναγκαίων σύγχρονων έργων υποδομής. Τα αποτελέσματα απτά. Το οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον βελτιώνεται δραστικά. Η οικονομία απεμπλέκεται από τη χρόνια μακροοικονομική καθήλωση της ανάπτυξής της. Διευκολύνονται η αναδιάρθρωση, η μεγέθυνση αλλά και η γεωγραφική επέκταση κλάδων και επιχειρήσεων - τόσο της μεταποίησης όσο και των υπηρεσιών. Παράλληλα, υλοποιούνται με επιτυχία- και με τη χρηματοδοτική συνδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης- σημαντικά και μεγάλα επενδυτικά έργα υποδομής. Τα έργα αυτά συνεισφέρουν διττά: στην ισχυρή αναπτυξιακή ώθηση της περιόδου, αλλά και στην αποτελεσματικότερη λειτουργία του οικονομικού συστήματος σε πιο μακροχρόνια βάση. Η ώθηση αυτή αποδείχθηκε ικανή να διατηρήσει τη μεγεθυντική ορμή της ελληνικής οικονομίας και στη μετά-ολυμπιακή περίοδο, παρά τη σημαντική συρρίκνωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων στα προ του 1997 επίπεδα, τον περιορισμό της μόχλευσης κοινοτικών πόρων, την απουσία κεντρικού αναπτυξιακού στόχου που να κινητοποιεί τις παραγωγικές δυνάμεις και την κοινωνία σε συνδυασμό με την επικράτηση ενός κλίματος μειωμένων προσδοκιών. Tην ίδια ώρα, στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας παρουσιάζει ορισμένες επικίνδυνες διαρθρωτικές αδυναμίες. Αναδεικνύεται ένα είδος «δομικής κόπωσης», καθώς τομείς και κλάδοι που στήριξαν την ανάπτυξη εμφανίζουν μια τάση να φρενάρουν, ενώ η βάση της συνεχιζόμενης μεγέθυνσης γίνεται πιο εύθραυστη, καθώς στηρίζεται όλο και περισσότερο στον δανεισμό των καταναλωτών, που εν τω μεταξύ έχει αποκτήσει υπερβολική αυξητική δυναμική. Η κατάσταση αυτή μπορεί να επιδεινωθεί αν η πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση στις ΗΠΑ περάσει και στην πραγματική οικονομία των ευρωπαϊκών χωρών. Μακροπρόθεσμα, με δεδομένη την αυξανόμενη και σταδιακά αναβαθμιζόμενη παρουσία νέων οικονομικών υποκειμένων στην παγκόσμια αγορά, το κύριο πρόβλημα εντοπίζεται στη θέση του παραγωγικού και επιχειρηματικού συστήματος της χώρας μας στον εξελισσόμενο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Το ελληνικό παραγωγικό σύστημα φαίνεται να έχει περιέλθει σε μια κατάσταση «εγκλωβισμού» στο πεδίο των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων. Δυσκολεύεται να απαντήσει σε μιαν αμφίπλευρη ανταγωνιστική πίεση που προέρχεται τόσο από χώρες χαμηλού κόστους εργασίας- που δεν είναι πια μόνον ανειδίκευτη αλλά διαρκώς αναβαθμίζεται- όσο και από «ποιοτικά υπέρτερους παραγωγούς» που δραστηριοποιούνται σε χώρες υψηλού βιοτικού επιπέδου και σημαντικών τεχνολογικών και παραγωγικών ικανοτήτων. Μακροσκοπικά, η κατάσταση αυτή γίνεται αντιληπτή από τον σχετικά μικρό αριθμό επώνυμων ελληνικών προϊόντων στη διεθνή αγορά και την απουσία μιας κρίσιμης μάζας μεγάλων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων με διεθνή παρουσία, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί σε ορισμένους κλάδους (π.χ. τράπεζες, τρόφιμα, μη μεταλλικά ορυκτά) και σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές. Πιο συστηματικά, αποτυπώνεται στην υποβάθμιση της θέσης της χώρας μας στις συγκριτικές κατατάξεις της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, που μετά από μια άνοδο κατά 10 θέσεις στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, φθάνοντας στην 30η και υψηλότερη το 2000, κατρακύλησε στην 50η το 2005. Αλλά, και η συνεχής υποχώρηση στον δείκτη δικτυακής ετοιμότητας, που αντανακλά το επίπεδο αξιοποίησης των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών (56η θέση το 2007 έναντι 48ης το 2006, ακόμη και η μείωση του ήδη χαμηλού ποσοστού του ΑΕΠ που διατίθεται για την έρευνα (από 0.64% σε 0.57%) είναι ενδεικτικά χαρακτηριστικά της επιδείνωσης της θέσης της χώρας στις διεθνείς κατατάξεις που συνδέονται με την ερευνητική και τεχνολογική δραστηριότητα.
Η μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας αντανακλαται και στη διαρκή επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου και στην εκτίναξη του εξωτερικού ελλείμματος στο ύψος ρεκόρ του 14 % του ΑΕΠ. Ευτυχώς, η συμμετοχή της χώρας στη ζώνη του ευρώ απορροφά ομαλά μια τέτοια ισχυρή ανισορροπία. Είναι όμως βιώσιμο, μεσοπρόθεσμα, το σημερινό μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης, που επιπροσθέτως χαρακτηρίζεται από χαμηλή αποδοτικότητα των διαθέσιμων φυσικών και χρηματικών πόρων, υποστηρίζεται από ένα «παντού εμπλεκόμενο» αλλά επί της ουσίας αναπτυξιακά αδύναμο και «μη ευφυές» κράτος και κυρίως στηρίζεται σε σχετικά περιορισμένη αξιοποίηση της τεχνολογίας, της καινοτομίας και της έρευνας; Με ένα τέτοιο προφίλ έχει άραγε τις προϋποθέσεις η ελληνική οικονομία να συνεχίσει μια πορεία απρόσκοπτης μεγέθυνσης και διατήρησης/βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου της ελληνικής κοινωνίας; Αρκεί το ιστορικά διαμορφωμένο πλεονέκτημα της πολύ μεγάλης ευελιξίας προσαρμογής σε συνδυασμό με τη μεγάλη κινητικότητα στην αγορά που δημιουργεί εισοδήματα; Αρκούν οι «από τα κάτω» κινήσεις του δυναμικού διεθνοποιημένου τμήματος του επιχειρηματικού τομέα που διευκολύνονται από τη διεύρυνση του χώρου επιχειρηματικής δράσης στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και τη νέα βαλκανική «ενδοχώρα» για να συντηρηθεί η δυναμική της μεγέθυνσης; Το πρόβλημα της αναζωογόνησης του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας εκκρεμεί.
Στην αναζήτηση αυτή, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα της πρόσφατης έρευνας MIT για τις στρατηγικές επιβίωσης και επιτυχίας των διεθνοποιημένων επιχειρήσεων. Συνοπτικά: Η φθηνή εργασία δεν είναι η πιο αποτελεσματική απάντηση στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Η ικανότητα για καινοτομία και μάθηση είναι ο βασικός παράγοντας που προσδιορίζει τη βιωσιμότητα μιας επιχείρησης ή ενός κλάδου μακροχρονίως. Το κράτος έχει ένα μείζονα ρόλο να επιτελέσει στη δημιουργία του αντίστοιχου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, αλλά δεν υπάρχει ένα μοναδικό σύνολο πολιτικών και θεσμών κατάλληλο για όλες τις οικονομίες και όλες τις επιχειρήσεις, καθώς υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές του καπιταλισμού, που αντανακλούν διαφορετικές ιστορικές και πολιτισμικές παραδόσεις.
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και πολλές σύγχρονες αναπτυξιακές θεωρήσεις. Μια δημοφιλής τέτοια προσέγγιση είναι το μοντέλο των “3Ts” (Technology, Talent, Tolerance) που υποστηρίζει, ότι η μεγέθυνση στις αναπτυγμένες οικονομίες μπορεί να ευδοκιμήσει σε περιοχές όπου η παρουσία ενός δημιουργικού, καταρτισμένου και μορφωμένου ανθρώπινου δυναμικού συνδυάζεται με την αξιοποίηση της τεχνολογίας σε ένα ανεκτικό και ανοικτό περιβάλλον που επιτρέπει τον πειραματισμό και τη δημιουργικότητα.
Στα καθ΄ ημάς είναι προφανές ότι δεν υπάρχουν έτοιμες απαντήσεις ή συνταγές. Υπάρχουν όμως βασικές επιλογές. Αν αποκλείσουμε την επιλογή «μιας κούρσας προς τα κάτω» μέσω κυρίως δραστικών μειώσεων του κόστους εργασίας (καθιερωμένη συνταγή για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας), που μπορεί κατά την έρευνα του MIT «να θάψει μια επιχείρηση ή μια χώρα σε ανταγωνιστικές ζούγκλες χωρίς ελπίδα απόκτησης ενός διατηρήσιμου πλεονεκτήματος», τότε, η μόνη κοινωνικά αποδεκτή και μακροχρονίως αποτελεσματική επιλογή είναι αυτή του δύσκολου ανηφορικού δρόμου στη διεθνή κλίμακα ανταγωνιστικότητας.
3. Προς ένα νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο: Γνώση για όλους, Τεχνολογία παντού.
Για την υλοποίηση της απαιτητικής, αλλά αναγκαίας αυτής επιλογής, χρειάζεται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που να βασίζεται στη συμφωνία της ελληνικής κοινωνίας ότι η γνώση μπορεί να γίνει η νέα κινούσα δύναμη της αναζωογόνησης του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας. Βασικός πυλώνας για την υλοποίηση μιας τέτοιας επιλογής είναι η συστηματική προώθηση, κατά τα πρότυπα της στρατηγικής ένταξης στην ΟΝΕ στη δεκαετία του 1990- δηλαδή με όραμα, σχέδιο, πολιτική δέσμευση στο ανώτατο επίπεδο και στρατηγική διοίκηση της υλοποίησης- μιας συνολικής στρατηγικής για την παραγωγή, τη διάχυση και τη λειτουργική αξιοποίηση της γνώσης παντού σε συνδυασμό με την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας που βασίζεται στη γνώση. Άλλωστε, η γνώση δεν συνδέεται μόνον με τους αποκαλούμενους κλάδους υψηλής τεχνολογίας ούτε προέρχεται αποκλειστικά από την επιστημονική έρευνα. Και οι παραδοσιακοί κλάδοι έχουν πλούσιο γνωσιακό υπόβαθρο, ενώ και η χρήση της τεχνολογίας έχει ιδιαίτερη αναπτυξιακή επίδραση. Επομένως, μια πολιτική αξιοποίησης της γνώσης αναφέρεται σε όλα τα στάδια της «αλυσίδας παραγωγής και διάχυσης της γνώσης» (έρευνα και διάδοση των αποτελεσμάτων της, καινοτομία και χρήση της τεχνολογίας, λειτουργική αξιοποίηση της πληροφορικής και του διαδικτύου, εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες, κατάρτιση, δια βίου μάθηση, διαμόρφωση αξιόπιστων και αποτελεσματικών διαδικασιών δημόσιου διαλόγου και κοινωνικής συμμετοχής, έγκυρη ενημέρωση, δυνατότητες πρόσβασης) και αφορά όλους (δημόσια διοίκηση, επιχειρηματικό τομέα, εκπαιδευτικό κόσμο, κοινωνικές οργανώσεις, πολίτες). Το εγχείρημα είναι πολύ πιο σύνθετο, πιο δύσκολο, πιο απαιτητικό από την ένταξη στην ΟΝΕ. Κυρίως, γιατί προϋποθέτει την εμπλοκή πολλών και την παράλληλη αλλαγή νοοτροπιών, αντιλήψεων, τρόπων σκέψης αλλά και μεθόδων εργασίας. Και η Ελλάδα στα χρόνια που πέρασαν, σημείωσε συγκριτικά πολύ μεγαλύτερη και ταχύτερη οικονομική μεγέθυνση από την εξέλιξη των αντιλήψεων και των νοοτροπιών των πολιτών της.
4. Συγκεκριμένοι χώροι δημόσιας παρέμβασης στο πλαίσιο της στρατηγικής για την αξιοποίησης της γνώσης
Για την επιτυχή υλοποίηση μιας στρατηγικής με επίκεντρο τη γνώση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο μετασχηματισμός του κράτους σε ένα «ευφυές αναπτυξιακό υποκείμενο» με σημαντική αναδιαρθρωτική ικανότητα και αποδοτικότερο/αποτελεσματικότερο σύστημα διαχείρισης πόρων που θα αναβαθμίζει την ικανότητα προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στις συντελούμενες διεθνείς εξελίξεις, απορροφώντας ταυτόχρονα τις αρνητικές παρενέργειες και αποτρέποντας νέου τύπου τεχνολογικούς και κοινωνικούς αποκλεισμούς (π.χ. ψηφιακός αποκλεισμός).
Ειδικότερα, η δημόσια παρέμβαση είναι πρώτα απ΄όλα αναγκαία στους ακόλουθους τομείς:
Στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, στη διαμόρφωση τεκμηριωμένων δημόσιων πολιτικών και στην καθιέρωση διαδικασιών και πρακτικών που εμπλουτίζουν τον δημόσιο διάλογο, ενθαρρύνουν την κοινωνική διαβούλευση και τη συμμετοχή των πολιτών, αποσαφηνίζουν τα οφέλη και τις παρενέργειες των δημόσιων πολιτικών και βελτιώνουν την ποιότητα και την αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων.
Στην αναβάθμιση του δημοσίου συστήματος εκπαίδευσης, ώστε να μετασχηματισθεί σε ένα φορέα αλλαγής προς την οικονομία και την κοινωνία της γνώσης και να μην υποβαθμισθεί σε ένα σύστημα απλής πιστοποίησης τίτλων.
Στην αναβάθμιση του συστήματος έρευνας και καινοτομίας με παρεμβάσεις τόσο στην πλευρά της προσφοράς όσο και της ζήτησης για έρευνα και γνώση [ετήσια σταδιακή αύξηση των δαπανών για την έρευνα ως ποσοστού του ΑΕΠ κατά 0.1% με πρόσθετη σταθερή ροή εθνικών πόρων, συστηματική προσέλκυση ιδιωτικών πόρων για χορηγίες, υποτροφίες που συνδέονται με την ερευνητική δραστηριότητα, καθιέρωση ενός μόνιμου εθνικού προγράμματος έρευνας, μεσοπρόθεσμη στήριξη (3 έως 5 ετών) μετά από διαδικασία αξιολόγησης ερευνητικών ομάδων, λειτουργική ενοποίηση του ερευνητικού χώρου, διασύνδεση της ερευνητικής και καινοτομικής δραστηριότητας με τις λειτουργικές και αναπτυξιακές ανάγκες του δημοσίου τομέα (π.χ. καθιέρωση του ανοιχτού λογισμικού και ανοιχτών προτύπων στο δημόσιο τομέα αντί συμφωνιών με την Microsoft), υποστήριξη των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων ως φορέων μεταφοράς τεχνογνωσίας και ανάπτυξης περιφερειακών συστημάτων καινοτομίας, ένα μακροχρόνιο- και επαρκώς χρηματοδοτούμενο με απλές διαδικασίες- σχέδιο προσέλκυσης ελλήνων και ξένων ερευνητών από τον διεθνή χώρο για να συνεργασθούν για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα με ελληνικές ερευνητικές ομάδες],
Στη δημιουργία και διαχείριση των δημόσιων υποδομών του 21ου αιώνα όπως είναι τα ευρυζωνικά δίκτυα (π.χ. οπτική ίνα στο σπίτι) ώστε να μην περιοριστεί η παρουσία τους σε περιοχές προσοδοφόρες για τον επιχειρηματικό τομέα. Ειδικότερα, αναφορικά με τις ηλεκτρονικές δικτυακές υποδομές, ο λειτουργικός διαχωρισμός των υποδομών από τις υπηρεσίες και η δημόσια διαχείριση των δημόσιων υποδομών φαίνεται να αποτελεί μιαν αναγκαιότητα.
Στην αξιοποίηση του του ρόλου του κράτους ως αγοραστή και διαμορφωτή προτύπων στην υγεία, την εκπαίδευση, το περιβάλλον, την ενέργεια, την αξιοποίηση των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών κ.ά.
Στην αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης ώστε να μπορεί να παρέχει ηλεκτρονικές υπηρεσίες σε πραγματικό χρόνο στους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Στην κάλυψη νέων απαιτήσεων ρύθμισης που ανακύπτουν από την ανάπτυξη και τη διάδοση των νέων τεχνολογιών (βιοτεχνολογία, τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών κ.ά.).
Στον εμπλουτισμό του αποθέματος της δημόσια διαθέσιμης γνώσης (π.χ. ενθάρρυνση της παραγωγής ψηφιακού περιεχομένου στη χώρα μας), που δεν περιορίζεται στη γνώση που παράγει και διαθέτει ο δημόσιος τομέας, αλλά αναφέρεται ευρύτερα στην παραγόμενη και διακινούμενη γνώση μεταξύ κοινωνικών δικτύων και κοινοτήτων γνώσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: