14 Ιουλ 2008

του Θανάση Κανταρτζή,

Μια νέα τοπική αυτοδιοίκηση: από τη διεκδίκηση πόρων και αρμοδιοτήτων στην ανασύσταση των τοπικών κοινωνιών

Σε ένα κόσμο που αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς, δεν θα μπορούσε να μην αλλάζει και η Ελλάδα. Να αλλάζει ως χώρα, ως πραγματικότητα, να αλλάζει και σε σχέση με τον διεθνή καταμερισμό. Οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στον κόσμο και στην Ευρώπη επιβάλλουν, επομένως, να ξαναδούμε όλες τις δομές και τις λειτουργίες που ρυθμίζουν τη ζωή του τόπου –από το κράτος μέχρι την αυτοδιοίκηση. Σε αυτό το πλαίσιο, ακριβώς, οφείλουμε να ξαναδούμε το ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην ανασύσταση του κοινωνικού ιστού, την τοπική ανάπτυξη και την προσφορά υπηρεσιών στους κατοίκους-δημότες-πολίτες.
Δεν έχει νόημα, άλλωστε, να κάνουμε πως δεν βλέπουμε ότι αλλάζει το αναπτυξιακό μοντέλο σε όλο το δυτικό κόσμο, ότι αλλάζουν τα «εργαλεία» που χρησιμοποιούνται, και ότι διαφοροποιείται ο ρόλος του δημοσίου και του κοινωνικού τομέα της οικονομίας και η σχέση τους με τον ιδιωτικό. Δεν έχει νόημα να παραβλέπουμε το γεγονός ότι πολλές από τις εξελίξεις έχουν οδηγήσει σε μια κάποια διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, άλλοτε μικρότερης σημασίας και άλλοτε βαθύτερη. Σε τελική ανάλυση, μόνον αν αντικρύσουμε με σθένος τις αλλαγές, θα είμαστε σε θέση να τις προσαρμόσουμε στις απαιτήσεις και στις ανάγκες μας καθώς και στις δικές μας πολιτικές, δίνοντας τις λύσεις που έχουν ανάγκη οι πολίτες.
Η ανάγκη επαναπροσδιορισμού του ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, γίνεται ακόμη επιτακτικότερη ενόψει των μεταρρυθμίσεων που, ώριμες πια, βρίσκονται προ των πυλών καθώς φαίνεται να συμπίπτει η βούληση της κυβέρνησης και των κομμάτων με εκείνη των ίδιων των αιρετών. Βρισκόμαστε πλέον σε αναμονή μιας ευρύτερης σημασίας διοικητικής μεταρρύθμισης η οποία δεν αφορά απλώς κάποια επίπεδα διοίκησης, ούτε σταματά στην ισχυροποίηση της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκηση, την οργανωτική και λειτουργική αναβάθμιση της δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης ή τη θεσμοθέτηση μητροπολιτικής διακυβέρνησης.
Οι μεταρρυθμίσεις που σχεδιάζονται θα πετύχουν εφόσον αντιμετωπιστούν όχι ως απλή διοικητική μεταρρύθμιση αυτοδιοικητικών βαθμών και επιπέδων αλλά ως το «κλειδί» μιας ευρύτερης και συνολικότερης μεταρρύθμισης του κράτους που:
θα οδηγήσει σε ένα επιτελικό κράτος, το οποίο θα ενισχύσει το ρυθμιστικό του ρόλο και θα αναβαθμίσει την ικανότητα στρατηγικού σχεδιασμού διαμορφώνοντας τους κατάλληλους μηχανισμούς και τα στελέχη που θα είναι σε θέση να υλοποιήσουν τους στόχους που τίθενται, διασφαλίζοντας συνέργιες μεταξύ των διαφόρων επιπέδων και τομέων διοίκησης και, βέβαια, την ποσοτική, ποιοτική και οικονομική αντιστοίχηση των παραγόμενων αποτελεσμάτων. Μόνον έτσι θα καταστεί δυνατή η διαμόρφωση του κατάλληλου περιβάλλοντος που, με την αποτελεσματική ενσωμάτωση και των νέων τεχνολογιών, θα οδηγήσει σε μια άλλη οικονομική ανάπτυξη, στην επίτευξη αποτελεσμάτων ορατών στους πολίτες.
θα απλοποιήσει τις διαδικασίες με στόχο, τόσο την πάταξη της γραφειοκρατίας (και της συνακόλουθης διαφθοράς) όσο και την προσαρμογή των λειτουργιών της διοικητικής μηχανής στις νέες απαιτήσεις της ψηφιακής διακυβέρνησης οι οποίες αναδύονται διεθνώς επιβάλλοντας και νέες ταχύτητες στην καθημερινότητα και, φυσικά, και στην εξυπηρέτηση των πολιτών
θα ξεκαθαρίσει τον κυκεώνα αρμοδιοτήτων ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα διοίκησης ώστε να πάψουν οι αλληλεπικαλύψεις και τόσο ο πολίτης όσο και ο επιχειρηματίας να απευθύνονται για κάθε θέμα σε έναν και μόνο φορέα που θα έχει ολοκληρωμένες αρμοδιότητες ή, τουλάχιστον, θα έχει πλήρη την ευθύνη για την εξεύρεση της ζητούμενης λύσης
θα οδηγήσει, μέσω της φορολογικής αποκέντρωσης σε μια «Αυτοδιοίκηση της ευθύνης» η οποία, στο πλαίσιο ενός ενιαίου φορολογικού συστήματος, θα έχει την αρμοδιότητα συλλογής κάποιων από τους φόρους που αναλογούν στους πολίτες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι πολίτες θα γνώριζαν πού πάει η φορολογητέα ύλη, και οι δήμοι θα ασκούσαν διοίκηση υπό το βάρος αυτής της πολύ συγκεκριμένης ευθύνης. Με την ταυτόχρονη αλλαγή του τρόπου οργάνωσης της λειτουργίας τους ώστε να ενσωματωθούν οι αρχές του σύγχρονου μάνατζμεντ και με παράλληλη ψηφιοποίηση των διαδικασιών ώστε να υπάρχει η δυνατότητα on line ελέγχου από τους ενδιαφερόμενους, τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, τους ίδιους τους πολίτες, θα είχαμε αποτελεσματικότερη διαχείριση και μεγαλύτερη διαφάνεια
θα επιτρέψει στην Ελλάδα να συμβαδίσει με την περιφερειακή δομή και λειτουργία που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ευρωπαϊκό κεκτημένο, που προϋποθέτει τη συνέργια μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιτελικού κράτους, περιφερειών και τοπικής αυτοδιοίκησης με στόχο τη χάραξη και υλοποίηση πολιτικών στόχων μέσα από ευρύτατες διαδικασίες κοινωνικής αλλά και διοικητικής διαβούλευσης, αποδεικνύει ότι υπάρχει ένα αποτελεσματικό μοντέλο.
Η ανάγκη διοικητικής μεταρρύθμισης δεν προκύπτει απλά ως ανάγκη εναρμόνισης, ή προσαρμογής στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Είναι προϋπόθεση υπέρβασης των δυνάμεων αδράνειας που ταλανίζουν το δημόσιο βίο. Είναι όρος δημιουργίας ενός σύγχρονα οργανωμένου κράτους που θα αξιοποιεί αποτελεσματικά τους δημόσιους πόρους. Σε τελική ανάλυση, κοινός παρανομαστής όλων των μεταρρυθμίσεων είναι ένα λιγότερο συγκεντρωτικό κράτος με επιτελικό ρόλο.
Η υλοποίηση μιας τέτοιας μεταρρύθμισης η οποία θα οδηγήσει το ελληνικό Κράτος σε ριζικό μετασχηματισμό, προϋποθέτει ένα συνολικό σχέδιο που θα ξεφύγει από τον πειρασμό της αποσπασματικότητας που περιόρισε την τελική εμβέλεια τόσων προσπαθειών του παρελθόντος. Η διοικητική μεταρρύθμιση που βρίσκεται προ των πυλών δεν αφορά απλώς κάποια επίπεδα διοίκησης, δεν σταματά στην ισχυροποίηση της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκηση, την οργανωτική και λειτουργική αναβάθμιση της δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης και τη θεσμοθέτηση μητροπολιτικής διακυβέρνησης.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια μεταρρύθμιση που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια νέα πραγματικότητα στη φυσιογνωμία του κράτος που πρέπει να γίνει επιτελικό. Η μεταβίβαση σημαντικών κρατικών αρμοδιοτήτων, από αυτές που αφορούν στην αναπτυξιακή διαδικασία μέχρι εκείνες που άπτονται της οικιστικής ανάπτυξης ή της άσκησης κοινωνικής πολιτικής, θα αλλάξει ριζικά τον τρόπο λειτουργίας των ίδιων των υπουργείων καθώς και της αποκεντρωμένης κρατικής διοίκησης που πρέπει να μάθει να σχεδιάζει και να συντονίζει.
Ειδικότερα όσον αφορά στην Αυτοδιοίκηση, οι Δήμοι οφείλουν να μετατραπούν από μονάδες υλοποίησης μικρότερων ή μεγαλύτερων έργων, διαδικασία που μετά από τρία Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, σε μεγάλο βαθμό έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της, σε μονάδες
αποτελεσματικής προσφοράς ταχύτατων, αποτελεσματικών και λειτουργικών υπηρεσιών για κάθε τομέα δράσης, από την οικονομία μέχρι το περιβάλλον και την κάθε πτυχή της καθημερινότητας
υλοποίησης παρεμβάσεων μεγάλης κλίμακας οι οποίες θα συμβάλλουν στην διαμόρφωση και εξέλιξη των πόλεων, ειδικά της περιφέρειας, σε νέους υπερτοπικούς πόλους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα δημιουργήσουν το κατάλληλο περιβάλλον για τις αλλαγές στην καθημερινότητα του πολίτη και για την ανάπτυξη της τοπικής επιχειρηματικότητας, σε συνεργασία με τον ιδιωτικό και τον κοινωνικό τομέα της οικονομίας.
Η προοπτική του νέου ρόλου της Αυτοδιοίκησης επιβάλλει να αναλογιστούμε πόσα εμπόδια δημιουργεί το γεγονός ότι, ενώ οι Δήμοι καλούνται να διαχειριστούν πολλαπλάσια χρήματα από το πολύ άμεσο παρελθόν, και βέβαια πολλαπλάσιες αρμοδιότητες αλλά και περισσότερες υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό, έχουν διατηρήσει δομές αλλά και αντιλήψεις διοίκησης, διαχείρισης και λειτουργίας που αντιστοιχούν στις ανάγκες της προηγούμενης εποχής. Και επομένως λειτουργούν ως τροχοπέδη κάθε προσπάθειας μετάβασης σε μια νέα εποχή, κάθε προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν νέα «εργαλεία» και να υλοποιηθούν νέοι στόχοι. Στο σημείο που φτάσαμε, δεν έχει νόημα να προχωρήσουμε σε συνένωση των υφιστάμενων αδυναμιών των Δήμων ή και των δευτεροβάθμιων Οργανισμών Αυτοδιοίκησης. Αν μη τι άλλο, γιατί αυτό που θα προκύψει κινδυνεύουμε να μην είναι απλά το άθροισμα αλλά μάλλον το γινόμενο υφιστάμενων αδυναμιών…
Επιπλέον, οι συνενώσεις που θα δημιουργήσουν μεγαλύτερους, κι επομένως πιο απομακρυσμένους από τον πολίτη ΟΤΑ, θέτουν επί τάπητος κι ένα άλλο ζήτημα το οποίο αφορά στην ίδια τη λειτουργία της αυτοδιοίκησης ως δημοκρατικού θεσμού. Αφορούν την ανάγκη να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν λειτουργικές αλλαγές από το ρόλο του δημοτικού συμβουλίου μέχρι την αναβάθμιση των δομών τοπικής εκπροσώπησης. Αφορούν την ανάγκη να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν οι αλλαγές εκείνες της δομής του κάθε Δήμου οι οποίες θα διασφαλίσουν την επαφή και την αμφίδρομη επικοινωνία με τον πολίτη, τη διαφάνεια, το δημόσιο έλεγχο, τη δημόσια λογοδοσία, τη δημόσια διαβούλευση και το δημόσιο μάνατζμεντ: «κλειδιά», όλα, της ίδιας της αποτελεσματικότητας της Αυτοδιοίκησης.
Γι’ αυτό, ακριβώς, ο σχεδιασμός μιας ριζικής διοικητικής μεταρρύθμισης έχει ορισμένα προαπαιτούμενα:
1. Μια συνολική οπτική για τη μεταρρύθμιση που απαιτείται η οποία να αποδειχθεί ικανή να συνθέτει και να εντάσσει τη μεταρρύθμιση της Αυτοδιοίκησης σε ένα συνολικό σχέδιο μεταρρύθμισης του κράτους, της δημόσιας διοίκησης, της οικονομίας, χωρίς αποσπασματικές δράσεις.
2. Την αυτόνομη αντιμετώπιση του ζητήματος της Δημοτικής Διακυβέρνησης ώστε να δούμε το βασικό υποκείμενο της μεταρρύθμισης, τον ίδιο το Δήμο, ως αυτόνομη λειτουργική μονάδα. Ιδίως τώρα που η μεταρρύθμιση θα οδηγήσει σε μεγαλύτερους ΟΤΑ, εκ των πραγμάτων πιο απομακρυσμένους από τον πολίτη, η Αυτοδιοίκηση οφείλει να υπερβεί την εμπεδωμένη αντίληψη να περιμένει τις κρατικές παρεμβάσεις (παρ’ ότι είναι κρίσιμο μέγεθος η υλοποίηση των κρατικών υποχρεώσεων) και να ξαναδεί όλες τις πτυχές της δομής και της λειτουργίας του Δήμου. Ενδεικτικά:
με την εισαγωγή μεθόδων δημόσιου μάνατζμεντ που θα έδινε στους αιρετούς τη δυνατότητα να αναβαθμίσουν τον ίδιο τον πολιτικό τους ρόλο μέσω της αυξημένης ικανότητας διεύθυνσης, διαχείρισης, σχεδιασμού και άσκησης πολιτικής στον κάθε Δήμο
με την αναβάθμιση της λειτουργίας του δημοτικού συμβουλίου σε όργανο σχεδιασμού, διαβούλευσης, θεσμοθέτησης των τοπικών κανόνων λειτουργίας
με την ενίσχυση θεσμών διαβούλευσης και κοινωνικής συμμετοχής που θα καταστήσουν το Δήμο «καρδιά» κάθε περιοχής, και εγγυητή της ανασυγκρότησης του κοινωνικού ιστού με σαφείς κανόνες και ρυθμιστικό πλαίσιο
με την εισαγωγή νέων τεχνολογιών οι οποίες θα διασφαλίσουν τόσο την αποτελεσματικότερη, και επομένως και ταχύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών όσο και τη διαφάνεια στη λειτουργία του δήμου ενώ ταυτόχρονα θα δημιουργήσουν το δημόσιο ψηφιακό υπόβαθρο για την ανάπτυξη της νέας τοπικής επιχειρηματικότητας αλλά και για την προώθηση εκπαιδευτικών ή ψυχαγωγικών δράσεων στην περιοχή
με την διαμόρφωση ενός πλαισίου προσέλκυσης του κατάλληλου για τις νέες δομές και ανάγκες ανθρώπινου δυναμικού το οποίο θα σταθεί δίπλα στο υφιστάμενο προσωπικό και σταδιακά, με την αποχώρησή του λόγω συνταξιοδότησης, θα το αντικαταστήσει έτσι ώστε οι νέοι ΟΤΑ να έχουν πλέον ένα υψηλής εξειδίκευσης προσωπικό, αντίστοιχο των αρμοδιοτήτων που καλούνται να φέρουν εις πέρας. Το πλαίσιο προσέλκυσης ανθρώπινου δυναμικού θα πρέπει, λαμβάνοντας υπόψη την έως τώρα εμπειρία, να διασφαλίζει τόσο την αξιοκρατική επιλογή όσο και την ταχύτητα στην επιλογή.
με τη διαφοροποίηση του υφιστάμενου και χαμηλού πλαισίου αμοιβών ώστε να γίνει ρεαλιστική η αναζήτηση υψηλής εξειδίκευσης προσωπικού και ειδικά στελεχών υψηλών προσόντων
με την αναβάθμιση της παροχής υπηρεσιών υψηλότερου επιπέδου, υπηρεσιών που να είναι ταχύτερες και λιγότερο δαπανηρές. Αυτό το αίτημα, άλλωστε, αποτελεί την ουσία της λειτουργίας της σύγχρονης Αυτοδιοίκησης
με την αναβάθμισης της σχέσης με τον πολίτη που πρέπει να γίνει κεντρικό αντικείμενο της λειτουργίας του Δήμου που καλείται πλέον να διαδραματίσει κομβικό ρόλο στην ανασύσταση των τοπικών κοινωνιών
3. Η συνολική μεταρρύθμιση του Κράτους δεν πρέπει να συμπιεστεί χρονικά. Εξ’ αρχής θα πρέπει να δοθεί ο αναγκαίος χρόνος για την υλοποίηση της μεταρρύθμισης, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο θα υλοποιηθεί –από την πραγματικότητα του Δ’ ΚΠΣ που ήδη αρχίζει να «τρέχει» μέχρι τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις που σχεδιάζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και τις οικονομικές αλλαγές που συντελούνται.
Το μεταβατικό στάδιο είναι εξαιρετικά κρίσιμο για την ευόδωση του εγχειρήματος. Άλλωστε, απαιτείται ικανός χρόνος για να μπορέσει να τεθεί σε λειτουργία ένα πλήρες επιχειρησιακό σχέδιο μετάβασης από τη σημερινή μορφή του κράτους και της αυτοδιοίκησης στην αυριανή. Ένα επιχειρησιακό σχέδιο που, προικισμένο με τους απαραίτητους πόρους, να συντονίζεται από μια ισχυρή δομή με ευρεία νομιμοποίηση ώστε να συγκεντρώσει τις ευρύτερες αναγκαίες συναινέσεις, να ανταπεξέλθει σε ισχυρές αντιστάσεις και να διασφαλίσει την απαραίτητη συνέχεια του κράτους. Η μετάβαση από το σημερινό συγκεντρωτικό μοντέλο σε ένα αποκεντρωμένο μοντέλο διοίκησης και διαχείρισης δεν είναι απλή υπόθεση για να πραγματοποιηθεί με σχέδια επί χάρτου. Με δεδομένη την εμπλοκή στο εγχείρημα δεκάδων υπηρεσιών, πρέπει να διασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση και προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα καθώς και οι δυνατότητες διορθωτικών παρεμβάσεων κατά τη διάρκεια της πορείας.
4. Κατά το μεταβατικό στάδιο η μεταρρύθμιση θα πρέπει να καθοδηγηθεί από ισχυρές δομές με ισχυρή νομιμοποίηση και με τη συμμετοχή της Αυτοδιοίκησης οι οποίες θα υποστηρίξουν επιχειρησιακά την πορεία και θα επιλέγουν λύσεις που θα εξυπηρετούν τις πραγματικές ανάγκες. Σε αντίστοιχες περιστάσεις σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες την παρακολούθηση και το συντονισμό της όλης προσπάθειας, ευθέως ή εμμέσως, είχε χρεωθεί η ίδια η κορυφή της Κυβέρνησης. Είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος να ξεπεραστούν οι αντιστάσεις και οι αδράνειες ενός γραφειοκρατικού και βαθιά συγκεντρωτικού κρατικού μηχανισμού που με τη νοοτροπία του έχει διαποτίσει και μια μερίδα του πολιτικού δυναμικού της χώρας
Με την κατάθεση των προτάσεων της Αυτοδιοίκησης, από τα Συνέδρια της ΕΝΑΕ και της ΚΕΔΚΕ, η διοικητική μεταρρύθμιση θα γίνει αντικείμενο δημοσίου διαλόγου, δημόσιας διαβούλευσης μεταξύ όλων των εμπλεκομένων με στόχο τη θεσμοθέτηση ενός πλαισίου που να αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας της «κρατικής μηχανής». Η ευκαιρία είναι μεγάλη, μοναδική θα μπορούσε να πει κανείς. Και η όλη προσπάθεια ξεκινά με καλές προϋποθέσεις.
Κατ’ αρχήν, έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για μια ευρύτερη αλλαγή του κράτους η οποία δεν αποτελεί πλέον απλό αίτημα δημοκρατικής μεταρρύθμισης αλλά όρο και προϋπόθεση για την ίδια την ανάπτυξη της χώρας.
Η κυβέρνηση δείχνει διατεθειμένη να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση. Ο υπουργός Εσωτερικών, μάλιστα, δηλώνει πως αναμένει τις προτάσεις της ίδιας της Αυτοδιοίκησης, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας, ως βάση συζήτησης. Μιας συζήτησης στην οποία δείχνουν διατεθειμένα να εισφέρουν με ανάλογους προβληματισμούς και σχεδόν όλες οι πολιτικές δυνάμεις που με τις θέσεις τους έχουν δείξει να συμφωνούν επί της αρχής αλλά και σε πολλά από τα επιμέρους μιας ευρύτερης διοικητικής μεταρρύθμισης που, προωθώντας την αποκέντρωση, θα μετατρέψει την κεντρική διοίκηση, το κράτος, σε επιτελικό όργανο συντονισμού και σχεδιασμού.
Η αναγκαιότητα μιας καλά προετοιμασμένης και πολύ ευρύτερης μεταρρύθμισης έχει ωριμάσει στους κόλπους της ίδιας της Αυτοδιοίκησης που την παλεύει και την επεξεργαζόταν εδώ και χρόνια αλλά από διαφορετικές οπτικές γωνίες που τώρα πια δείχνουν να συγκλίνουν. Οι ηγεσίες της Ένωσης Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδος (ΕΝΑΕ) και της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (ΚΕΔΚΕ) δείχνουν ότι θέλουν και μπορούν να προωθήσουν τις αναγκαίες αλλαγές.
Επιπλέον, μετά από τόσα χρόνια ενασχόλησης με το «επίδικο» αντικείμενο, υπάρχουν επιστημονικά τεκμηριωμένες μελέτες οι οποίες αποτελούν μια επαρκή βάση συζήτησης αλλά και σχεδιασμού της ίδιας της μεταρρύθμισης καθώς αναδεικνύουν στην ολότητά τους τα θέματα που πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω. Και εισηγούνται αρκετές κατευθύνσεις που θα μπορούσαν να ακολουθηθούν για τον αποτελεσματικό σχεδιασμό της μεταβατικής περιόδου, που έχει αποδειχθεί πως είναι η κρισιμότερη παράμετρος για την πετυχημένη υλοποίηση μιας μεταρρύθμισης τέτοιου βεληνεκούς.
Κίνδυνοι; Υπάρχουν. Οι συνήθεις. Να επιδειχθεί έλλειψη σοβαρής ενασχόλησης, από οποιαδήποτε πλευρά. Να εμπλακεί το εγχείρημα σε μικροκομματικού χαρακτήρα αντιπαραθέσεις. Να λείψει η στοιχειώδης επίγνωση του βάθους αυτής της μεταρρύθμισης. Να μην δοθεί η πρέπουσα σημασία στην προετοιμασία της, να αντιμετωπιστεί βιαστικά και επιπόλαια, χωρίς να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος για την ομαλή μετάβαση από το σήμερα στο προσεχτικά σχεδιασμένο αύριο. Και αυτή είναι μια κρίσιμη παράμετρος, όπως αποδεικνύει η απλή παρατήρηση όλων των επιτυχημένων μεταρρυθμίσεων που έχουν γίνει σε τόσες άλλες χώρες. Ένας ύστατος, αλλά διόλου τελευταίος από πλευράς σπουδαιότητας κίνδυνος: οι αντιστάσεις του «βαθέως κράτους», των συγκεντρωτικών αντιλήψεων που έχουν διαποτίσει το πολιτικό σύστημα.
Με τόσες θετικές προϋποθέσεις, πάντως, θα ήταν πραγματικά κρίμα –«κρίμα και άδικο», που λέει και ο λαός μας- να χαθεί η ευκαιρία να αλλάξει, όχι απλά ο διοικητικός χάρτης της χώρας αλλά η ίδια η αντίληψη, η λειτουργία και οι δομές της διοίκησης στην Ελλάδα. Ίσως να είναι η τελευταία ευκαιρία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: